ἀμισής: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀμῑσής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[no odioso]], [[agradable]] ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.<i>Eq</i>.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto</i> Ph.2.70.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]] ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57. | |dgtxt=(ἀμῑσής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[no odioso]], [[agradable]] ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.<i>Eq</i>.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a<br /><b class="num">•</b>subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto</i> Ph.2.70.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[agradablemente]] ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμισής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[μισητός]] ή [[δυσάρεστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> -<i>μισὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μῖσος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμισία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A not hateful, agreeable, Ph.2.70, Plu.2.10a: Comp. -έστερος less troublesome, X.Eq.8.9. Adv. -σῶς Ph.2.57.
German (Pape)
[Seite 125] ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῐσής: -ές, ὁ μὴ μισητός, Πλουτ. 2. 10Α: - Συγκρ. ἀμισέστερος, ἧττον δυσάρεστος, ἀμισέστερα γὰρ τῷ ἵππῳ καὶ ταῦτα Ξεν. π. Ἱππ. 8, 9: - Ἐπίρρ. -σῶς, Φίλων 2. 57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non odieux.
Étymologie: ἀ, μῖσος.
Spanish (DGE)
(ἀμῑσής) -ές
1 no odioso, agradable ἀμισέστερα γὰρ καὶ ταῦτα τῷ ἵππῳ X.Eq.8.9, ἀμισῆ καὶ ἀνεπαχθῆ βίον ζῶντες Ph.1.390, οἱ παῖδες ἀμισεῖς γίγνοιντ' ἂν τοῖς συνοῦσι Plu.2.10a
•subst. αἱ ... παρασκευαὶ τὸ ἀμισὲς εἶχον los arreglos tenían buen gusto Ph.2.70.
2 adv. -ῶς agradablemente ἀ. καὶ ἀνεπάφως Ph.2.57.
Greek Monolingual
ἀμισής, -ές (Α)
αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μισὴς < μῖσος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία.