ἐναπομένω: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[permanecer]], [[quedarse en]] c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.<i>Ep</i>.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.<i>Mag</i>.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε [[ἄρα]] τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.<i>Thphr</i>.60.4<br /><b class="num">•</b>[[permanecer]], [[habitar en]] ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.55.31.<br /><b class="num">2</b> [[persistir]], [[quedar]], [[mantenerse]] τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.<i>NA</i> 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.<i>Th</i>.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.<i>Io</i>.56.7.<br /><b class="num">3</b> [[quedar dentro]] μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐναπομένω]])<br />[[μένω]] [[κάπου]] ως [[υπόλοιπο]], [[απομένω]], εναπολείπομαι, [[υπολείπομαι]], [[παραμένω]] σ' έναν [[τόπο]] ή μια [[κατάσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υστερώ]]<br /><b>2.</b> [[επιμένω]] (σε συνήθειες, ελαττώματα <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μένω]] [[σταθερά]], διατηρούμαι, [[διαρκώ]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναπομένω Medium diacritics: ἐναπομένω Low diacritics: εναπομένω Capitals: ΕΝΑΠΟΜΕΝΩ
Transliteration A: enapoménō Transliteration B: enapomenō Transliteration C: enapomeno Beta Code: e)napome/nw

English (LSJ)

   A remain in, καρποὶ ἐ. τῇ Χώρᾳ Lyd.Mag.3.61; τῷ αἰσθητῳ καὶ φαινομένῳ κάλλει Herm. in Phdr.p.100 A., cf. Aen.Gaz.Thphr.p.67 B.: abs., Hld.1.15.

German (Pape)

[Seite 828] (s. μένω), zurückbleiben in, Hel. 1, 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπομένω: ἀπομένω ἐν, ἢ ἁπλῶς ἀπομένω, Κλήμ. Ἀλ. 332˙ ἀπολ., Ἡλιόδ. 1. 15.

Spanish (DGE)

1 permanecer, quedarse en c. ἐν y dat. τὸ ... σπέρμα ... ἐν τῷ κύτει τῆς μήτρας Sor.1.20.47, c. dat. loc. τόποις ἐναπομεῖναι Basil.Ep.160.5, καρποὶ ... τῇ χώρᾳ Lyd.Mag.3.61, τὸ δὲ κέντρον τῆς σφηκὸς οὐκ ἐναπομένει τῷ πληγέντι τόπῳ Aët.13.13, τί ποτε ἄρα τοσοῦτον ἰσχύος αὐτοῖς ἐναπέμενεν; Aen.Gaz.Thphr.60.4
permanecer, habitar en ὁ σωτήρ ... ταῖς τῶν δεξαμένων ἐναπομείνας ψυχαῖς Cyr.Al.Luc.1.55.31.
2 persistir, quedar, mantenerse τὴν αἰχμὴν ... ἐναπομεῖναι πεπηγμένην Ael.NA 14.23, κόρος ἔρωτος Hld.1.15.8, cf. Sch.A.Th.412a, c. dat. ὁ ἐναπομένων τοῖς σωματικοῖς ἐπιτηδεύμασι λαός Apoll.Io.56.7.
3 quedar dentro μή πού τι τῶν ἐδωδίμων <ἐν>απομεῖναν διέλαθεν Alciphr.3.24.2.

Greek Monolingual

(AM ἐναπομένω)
μένω κάπου ως υπόλοιπο, απομένω, εναπολείπομαι, υπολείπομαι, παραμένω σ' έναν τόπο ή μια κατάσταση
μσν.
1. υστερώ
2. επιμένω (σε συνήθειες, ελαττώματα κ.λπ.)
αρχ.
μένω σταθερά, διατηρούμαι, διαρκώ.