γέλγις: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(big3_9)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γέργις Phot.γ 86<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. nom. γέλγιθες <i>AP</i> 6.232 (Crin.), Hsch., Sud., [[γέργιδες]] Phot.l.c.; ac. γέλγιθας Hp.<i>Nat.Mul</i>.77, pero γέλγεις Thphr.<i>CP</i> 1.4.5, <i>HP</i> 7.4.11, 12]<br /><b class="num">1</b> sg. y plu. [[cabeza de ajo]] Thphr.<i>HP</i> 7.4.12, Hdn.Gr.1.87, Hsch., Phot.γ 56 y l.c., Sud.<br /><b class="num">2</b> plu. [[dientes de ajo]] γέλγιθας ἑψεῖν Hp.<i>Nat.Mul</i>.l.c., πότιμοι γέλγιθες <i>AP</i> l.c., ἡ γ. διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις la cabeza de ajo se divide en dientes</i> Thphr.<i>HP</i> 7.4.12, <i>CP</i> 1.4.5.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. expresiva *γελ-γλις de *<i>gel</i>-/<i>gl</i>- ‘redondo’, ‘hinchado’, cf. lat. <i>galla</i> ‘bugalla’, ai. <i>gula</i>- ‘bola’, etc.
|dgtxt=ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γέργις Phot.γ 86<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. nom. γέλγιθες <i>AP</i> 6.232 (Crin.), Hsch., Sud., [[γέργιδες]] Phot.l.c.; ac. γέλγιθας Hp.<i>Nat.Mul</i>.77, pero γέλγεις Thphr.<i>CP</i> 1.4.5, <i>HP</i> 7.4.11, 12]<br /><b class="num">1</b> sg. y plu. [[cabeza de ajo]] Thphr.<i>HP</i> 7.4.12, Hdn.Gr.1.87, Hsch., Phot.γ 56 y l.c., Sud.<br /><b class="num">2</b> plu. [[dientes de ajo]] γέλγιθας ἑψεῖν Hp.<i>Nat.Mul</i>.l.c., πότιμοι γέλγιθες <i>AP</i> l.c., ἡ γ. διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις la cabeza de ajo se divide en dientes</i> Thphr.<i>HP</i> 7.4.12, <i>CP</i> 1.4.5.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. red. expresiva *γελ-γλις de *<i>gel</i>-/<i>gl</i>- ‘redondo’, ‘hinchado’, cf. lat. <i>galla</i> ‘bugalla’, ai. <i>gula</i>- ‘bola’, etc.
}}
{{grml
|mltxt=[[γέλγις]] (γεν. -ιος, -ιθος, -ιδος), η (Α)<br /><b>1.</b> ο [[βολβός]] του σκόρδου<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> οι σκελίδες του σκόρδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει την [[ίδια]] [[σημασία]] με τη λ. [[άγλις]] «[[κεφαλή]] σκόρδου». Στον τ. [[γέλγις]] απαντά [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] <i>γέλ</i>-<i>γλις</i>. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[γαγγλίον]] και με μια ινδοευρ. [[ρίζα]] <i>gel</i>- «[[σφίγγω]] τη [[γροθιά]]»].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γέλγις Medium diacritics: γέλγις Low diacritics: γέλγις Capitals: ΓΕΛΓΙΣ
Transliteration A: gélgis Transliteration B: gelgis Transliteration C: gelgis Beta Code: ge/lgis

English (LSJ)

ἡ, gen. γέλγιθος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr.1.87): pl.

   A γέλγεις Thphr.HP7.4.11, CP1.4.5:—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις Id.HP7.4.12, cf. Hp.Nat.Mul.77; πότιμοι γέλγῑθες AP6.232 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, ὡσαύτως γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις συχνάκις μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ ἄγλις, κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17.

French (Bailly abrégé)

ιθος ou ιδος (ἡ) :
gousse d’ail.
Étymologie: DELG cf. ἄγλις, γαγγλίον.
Syn. σκελλίς.

Spanish (DGE)



• Alolema(s): γέργις Phot.γ 86

• Morfología: [plu. nom. γέλγιθες AP 6.232 (Crin.), Hsch., Sud., γέργιδες Phot.l.c.; ac. γέλγιθας Hp.Nat.Mul.77, pero γέλγεις Thphr.CP 1.4.5, HP 7.4.11, 12]
1 sg. y plu. cabeza de ajo Thphr.HP 7.4.12, Hdn.Gr.1.87, Hsch., Phot.γ 56 y l.c., Sud.
2 plu. dientes de ajo γέλγιθας ἑψεῖν Hp.Nat.Mul.l.c., πότιμοι γέλγιθες AP l.c., ἡ γ. διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις la cabeza de ajo se divide en dientes Thphr.HP 7.4.12, CP 1.4.5.

• Etimología: Forma c. red. expresiva *γελ-γλις de *gel-/gl- ‘redondo’, ‘hinchado’, cf. lat. galla ‘bugalla’, ai. gula- ‘bola’, etc.

Greek Monolingual

γέλγις (γεν. -ιος, -ιθος, -ιδος), η (Α)
1. ο βολβός του σκόρδου
2. πληθ. οι σκελίδες του σκόρδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός γέλ-γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. γαγγλίον και με μια ινδοευρ. ρίζα gel- «σφίγγω τη γροθιά»].