ἀπόκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se ausenta durante la noche]] c. gen. o c. prep. y gen. ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναι Aeschin.2.127, οὐδὲ [[ἀπόκοιτος]] ... παρὰ Ῥέας Luc.<i>DDeor</i>.14.2, ἀπὸ τῆς γυναικός Men.<i>Fab.Incert</i>.2.6<br /><b class="num">•</b>op. [[ἀφήμερος]]: μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπὸ τῆς ... οἰκίας <i>BGU</i> 1098.34 (I a.C.), cf. <i>PMich</i>.587.13<br /><b class="num">•</b>sin rég. ἀ. ἐστι duerme fuera de casa</i> Men.<i>Epit</i>.136, ἀπόκοιτος γέγονα Men.<i>Fab.Incert</i>.2.8, μὴ [[ἀπόκοιτος]] γενέσθαι Ach.Tat.6.3.1.<br /><b class="num">2</b> [[distante]] (un campo) ἀρουρῶν <i>BGU</i> 915.14 (II d.C.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se ausenta durante la noche]] c. gen. o c. prep. y gen. ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναι Aeschin.2.127, οὐδὲ [[ἀπόκοιτος]] ... παρὰ Ῥέας Luc.<i>DDeor</i>.14.2, ἀπὸ τῆς γυναικός Men.<i>Fab.Incert</i>.2.6<br /><b class="num">•</b>op. [[ἀφήμερος]]: μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπὸ τῆς ... οἰκίας <i>BGU</i> 1098.34 (I a.C.), cf. <i>PMich</i>.587.13<br /><b class="num">•</b>sin rég. ἀ. ἐστι duerme fuera de casa</i> Men.<i>Epit</i>.136, ἀπόκοιτος γέγονα Men.<i>Fab.Incert</i>.2.8, μὴ [[ἀπόκοιτος]] γενέσθαι Ach.Tat.6.3.1.<br /><b class="num">2</b> [[distante]] (un campo) ἀρουρῶν <i>BGU</i> 915.14 (II d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπόκοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κοιμάται [[πλέον]] στο [[σπίτι]] του<br /><b>2.</b> όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτος]] «[[κλίνη]], [[κρεβάτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κατάκοιτος]], [[οψίκοιτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκοιτος Medium diacritics: ἀπόκοιτος Low diacritics: απόκοιτος Capitals: ΑΠΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: apókoitos Transliteration B: apokoitos Transliteration C: apokoitos Beta Code: a)po/koitos

English (LSJ)

ον,

   A sleeping away from, τῶν συσσίτων Aeschin.2.127; οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2; μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34 (i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10.    2 separate from, c. gen., ἀρουρῶν BGU915.14 (i/ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 307] (κοίτη), außerhalb des Hauses, entfernt schlafend, τῶν συσσίτων Aesch. 2, 127; Luc. Abdic. 21; παρά τινος Deor. D. 10. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκοιτος: -ον, ὁ κοιμώμενος μακρὰν ἀπό τινος, τῶν συσσίτων Αἰσχίν. 45. 2· οὐδ’ ἀπόκοιτος ἐκεῖνος παρὰ τῆς Ρέας ἦν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couche à l’écart ou loin de, gén. ou παρά τινος.
Étymologie: ἀπό, κοίτη.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se ausenta durante la noche c. gen. o c. prep. y gen. ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναι Aeschin.2.127, οὐδὲ ἀπόκοιτος ... παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.14.2, ἀπὸ τῆς γυναικός Men.Fab.Incert.2.6
op. ἀφήμερος: μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπὸ τῆς ... οἰκίας BGU 1098.34 (I a.C.), cf. PMich.587.13
sin rég. ἀ. ἐστι duerme fuera de casa Men.Epit.136, ἀπόκοιτος γέγονα Men.Fab.Incert.2.8, μὴ ἀπόκοιτος γενέσθαι Ach.Tat.6.3.1.
2 distante (un campo) ἀρουρῶν BGU 915.14 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].