ἀκάθεκτος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dominable]], [[incontrolable]] μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς [[ἅπας]] ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.<i>Nic</i>.8, [[δρόμος]] ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo incontenible]] λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.<i>H</i>.1.38. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no dominable]], [[incontrolable]] μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς [[ἅπας]] ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.<i>Nic</i>.8, [[δρόμος]] ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo incontenible]] λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.<i>H</i>.1.38. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάθεκτος]], -ον)<br />[[ασυγκράτητος]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i> στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκαθεκτοῦμαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ungovernable, Ps.-Phoc.193, Plu.Nic.8. Adv.-τως, λυττᾶν Ph.2.48; μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάθεκτος: -ον, ἀκατάσχετος, Ψευδο-Φωκυλ. 180: - Πλουτ. Νικ. 8.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dominable, incontrolable μηδ' ἐς ἔρωτα γυναικὸς ἅπας ῥεύσῃς ἀκάθεκτον Ps.Phoc.193, ἐπιθυμίαι Ph.2.423, Paus.2.8.2, θράσος Plu.Nic.8, δρόμος ἀ. ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἐπὶ τὴν μάχην ἠνύετο Hld.4.21.2.
2 adv. -ως de modo incontenible λυττᾶν Ph.2.48, μαργαίνειν Sch.Opp.H.1.38.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκάθεκτος, -ον)
ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καθεκτός < κατέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι].