ἄληπτος: Difference between revisions

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source
(big3_3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>gener. de seres vivos [[incapturable]], [[inatacable]], [[invencible]] ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας cuanto más difícilmente atacables eran por sus vecinos</i> Th.1.37, cf. 1.82, 143, (ὁ Σαμψὼν) ἄληπτός ἐστιν τοῖς ἐχθροῖς (Sansón) es invencible para sus enemigos</i> I.<i>AI</i> 5.307, ἄνδρες ... ἄληπτοι δὲ φεύγοντες Plu.<i>Crass</i>.18, ἐκείνους ἀλήπτους ἑώρα ὄντας D.C.40.36.5, ἐχῖνος ... ἄληπτον ἐργάζεται el erizo se hace incapturable</i> Ael.<i>NA</i> 6.54, pero πέτραν ἄληπτον δοκοῦσαν εἶναι una roca que parecía inatacable</i> Plu.2.181c.<br /><b class="num">2</b> gener. de abstractos [[incomprensible]], [[inasible]] ἀλήπτους ... εἶναι τὰς αἰτίας συμβαίνει Plb.36.17.12, cf. Phld.<i>Mus</i>.76.5v.K., Procl.<i>in Ti</i>.1.430.9, πολλὰ τῶν ἁθρόως ἀλήπτων muchas de las cosas inasibles en su conjunto</i> Plu.<i>Sert</i>.16, λόγῳ [[δυσθεώρητος]], αἰσθήσει δ' [[ἄληπτος]] (ἡ φύσις) Plu.2.1118d, ἡ τύχη ... ἄληπτον λογισμῷ la Fortuna es incomprensible para la razón</i> Plu.<i>Nic</i>.11, μὴ ... ἄληπτον εἶναι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἱκνεῖται ὁ [[ἀνθρώπινος]] λόγος ληπτὴν ὑπάρχειν que no es inaprensible la verdad, sino que en cuanto alcanza la humana razón es captable</i> S.E.<i>M</i>.7.124, τὸ ἄογκον ἄληπτον lo inmaterial es inaprensible</i> Porph.<i>Sent</i>.27, cf. ἀληπτότερος ... ὁ λόγος Porph.<i>in Harm</i>.80.13, pero (οἱ θεοὶ) ἄληπτοι ἀριθμῷ (los dioses) son incontables</i> Max.Tyr.11.12, cf. Poll.5.169.<br /><b class="num">3</b> entre los estoicos [[inaceptable]] πάντα δὲ τὰ κατὰ φύσιν ληπτὰ εἶναι καὶ πάντα τὰ παρὰ φύσιν ἄληπτα todo lo conforme a natura es aceptable y todo lo contra natura (πλοῦτος, [[δόξα]]) inaceptable</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.34.<br /><b class="num">4</b> [[irreprochable]] [[βίος]] Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.201.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> ἀ. ἔχειν [[ser inexpugnable]] Cyr.Al.M.71.833B.<br /><b class="num">2</b> [[exacta]], [[correctamente]] Origenes <i>Io</i>.20.14<br /><b class="num">•</b>[[irreprochablemente]] Chrys.M.61.115, ἀλήπτως· ἀκαταγνώστως Hsch.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>gener. de seres vivos [[incapturable]], [[inatacable]], [[invencible]] ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας cuanto más difícilmente atacables eran por sus vecinos</i> Th.1.37, cf. 1.82, 143, (ὁ Σαμψὼν) ἄληπτός ἐστιν τοῖς ἐχθροῖς (Sansón) es invencible para sus enemigos</i> I.<i>AI</i> 5.307, ἄνδρες ... ἄληπτοι δὲ φεύγοντες Plu.<i>Crass</i>.18, ἐκείνους ἀλήπτους ἑώρα ὄντας D.C.40.36.5, ἐχῖνος ... ἄληπτον ἐργάζεται el erizo se hace incapturable</i> Ael.<i>NA</i> 6.54, pero πέτραν ἄληπτον δοκοῦσαν εἶναι una roca que parecía inatacable</i> Plu.2.181c.<br /><b class="num">2</b> gener. de abstractos [[incomprensible]], [[inasible]] ἀλήπτους ... εἶναι τὰς αἰτίας συμβαίνει Plb.36.17.12, cf. Phld.<i>Mus</i>.76.5v.K., Procl.<i>in Ti</i>.1.430.9, πολλὰ τῶν ἁθρόως ἀλήπτων muchas de las cosas inasibles en su conjunto</i> Plu.<i>Sert</i>.16, λόγῳ [[δυσθεώρητος]], αἰσθήσει δ' [[ἄληπτος]] (ἡ φύσις) Plu.2.1118d, ἡ τύχη ... ἄληπτον λογισμῷ la Fortuna es incomprensible para la razón</i> Plu.<i>Nic</i>.11, μὴ ... ἄληπτον εἶναι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἱκνεῖται ὁ [[ἀνθρώπινος]] λόγος ληπτὴν ὑπάρχειν que no es inaprensible la verdad, sino que en cuanto alcanza la humana razón es captable</i> S.E.<i>M</i>.7.124, τὸ ἄογκον ἄληπτον lo inmaterial es inaprensible</i> Porph.<i>Sent</i>.27, cf. ἀληπτότερος ... ὁ λόγος Porph.<i>in Harm</i>.80.13, pero (οἱ θεοὶ) ἄληπτοι ἀριθμῷ (los dioses) son incontables</i> Max.Tyr.11.12, cf. Poll.5.169.<br /><b class="num">3</b> entre los estoicos [[inaceptable]] πάντα δὲ τὰ κατὰ φύσιν ληπτὰ εἶναι καὶ πάντα τὰ παρὰ φύσιν ἄληπτα todo lo conforme a natura es aceptable y todo lo contra natura (πλοῦτος, [[δόξα]]) inaceptable</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.34.<br /><b class="num">4</b> [[irreprochable]] [[βίος]] Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.201.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> ἀ. ἔχειν [[ser inexpugnable]] Cyr.Al.M.71.833B.<br /><b class="num">2</b> [[exacta]], [[correctamente]] Origenes <i>Io</i>.20.14<br /><b class="num">•</b>[[irreprochablemente]] Chrys.M.61.115, ἀλήπτως· ἀκαταγνώστως Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄληπτος]], -ον (Α) [[λαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον νικήσει ή να τον πιάσει, [[ακατάβλητος]], [[ασύλληπτος]]<br /><b>2.</b> [[ακατάληπτος]], [[ακατανόητος]]<br /><b>3.</b> (στη στωική [[φιλοσοφία]]) (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άληπτα</i><br />τα απαράδεκτα, σε αντίθ. [[προς]] τα <i>ληπτά</i>.
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄληπτος Medium diacritics: ἄληπτος Low diacritics: άληπτος Capitals: ΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: álēptos Transliteration B: alēptos Transliteration C: aliptos Beta Code: a)/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A not to be laid hold of, hard to catch, Plu.Sert.16, Poll.5.169, etc.; ἄ. τοῖς ἐχθροῖς J.AJ5.8.11: in Comp. ἀληπτότερος Th.1.37, 82, 143.    II incomprehensible, Phld.Mus.p.54K., Plu.Nic.11, al.    III in Stoic philos., ἄληπτα, τά, things not to be made matter of choice, opp. ληπτά, Stoic.3.34.

German (Pape)

[Seite 95] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, δύσληπτος, Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, μᾶλλον ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 imprenable;
2 fig. incompréhensible.
Étymologie: ἀ, ληπτός.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1gener. de seres vivos incapturable, inatacable, invencible ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας cuanto más difícilmente atacables eran por sus vecinos Th.1.37, cf. 1.82, 143, (ὁ Σαμψὼν) ἄληπτός ἐστιν τοῖς ἐχθροῖς (Sansón) es invencible para sus enemigos I.AI 5.307, ἄνδρες ... ἄληπτοι δὲ φεύγοντες Plu.Crass.18, ἐκείνους ἀλήπτους ἑώρα ὄντας D.C.40.36.5, ἐχῖνος ... ἄληπτον ἐργάζεται el erizo se hace incapturable Ael.NA 6.54, pero πέτραν ἄληπτον δοκοῦσαν εἶναι una roca que parecía inatacable Plu.2.181c.
2 gener. de abstractos incomprensible, inasible ἀλήπτους ... εἶναι τὰς αἰτίας συμβαίνει Plb.36.17.12, cf. Phld.Mus.76.5v.K., Procl.in Ti.1.430.9, πολλὰ τῶν ἁθρόως ἀλήπτων muchas de las cosas inasibles en su conjunto Plu.Sert.16, λόγῳ δυσθεώρητος, αἰσθήσει δ' ἄληπτος (ἡ φύσις) Plu.2.1118d, ἡ τύχη ... ἄληπτον λογισμῷ la Fortuna es incomprensible para la razón Plu.Nic.11, μὴ ... ἄληπτον εἶναι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἱκνεῖται ὁ ἀνθρώπινος λόγος ληπτὴν ὑπάρχειν que no es inaprensible la verdad, sino que en cuanto alcanza la humana razón es captable S.E.M.7.124, τὸ ἄογκον ἄληπτον lo inmaterial es inaprensible Porph.Sent.27, cf. ἀληπτότερος ... ὁ λόγος Porph.in Harm.80.13, pero (οἱ θεοὶ) ἄληπτοι ἀριθμῷ (los dioses) son incontables Max.Tyr.11.12, cf. Poll.5.169.
3 entre los estoicos inaceptable πάντα δὲ τὰ κατὰ φύσιν ληπτὰ εἶναι καὶ πάντα τὰ παρὰ φύσιν ἄληπτα todo lo conforme a natura es aceptable y todo lo contra natura (πλοῦτος, δόξα) inaceptable Chrysipp.Stoic.3.34.
4 irreprochable βίος Cyr.Al.Luc.1.201.
II adv. -ως
1 ἀ. ἔχειν ser inexpugnable Cyr.Al.M.71.833B.
2 exacta, correctamente Origenes Io.20.14
irreprochablemente Chrys.M.61.115, ἀλήπτως· ἀκαταγνώστως Hsch.

Greek Monolingual

ἄληπτος, -ον (Α) λαμβάνω
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει ή να τον πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος
2. ακατάληπτος, ακατανόητος
3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα
τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά.