ἀμορβός: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[seguidor]], [[servidor]] Call.<i>Dian</i>.45, cf. <i>Et.Gen</i>.666<br /><b class="num">•</b>[[secuaz]] Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.<br /><b class="num">2</b> pastor Call.<i>Fr</i>.301, Nic.<i>Th</i>.49, Opp.<i>C</i>.1.132. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[seguidor]], [[servidor]] Call.<i>Dian</i>.45, cf. <i>Et.Gen</i>.666<br /><b class="num">•</b>[[secuaz]] Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.<br /><b class="num">2</b> pastor Call.<i>Fr</i>.301, Nic.<i>Th</i>.49, Opp.<i>C</i>.1.132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμορβός]], ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> [[βοσκός]], [[χοιροβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. [[αντί]] <i>ἁμαρβὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτὴ</i> «ταυτόχρονα, [[μαζί]] με» <span style="color: red;">+</span> <i>βῆναι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμορβαῖος]], [[ἀμορβεύς]], [[ἀμορβεύω]], <i>ἀμορβέω</i>, <i>ἀμορβής</i>, -<i>ές</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A follower, attendant, Call.Dian.45: esp. herdsman, shepherd, Id.Hec.6, Nic. Th.49, Opp.C.1.132. II as Adj., dark, Sch.Nic.Th.28; and ἀμορβῷ is v.l. for ἀμολγῷ, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμορβός: ὁ, ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: κυρίως, βοσκός, ποιμήν, χοιροβοσκός, Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. ἀμορβάς. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., σκοτεινός, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ εἶναι διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 seguidor, servidor Call.Dian.45, cf. Et.Gen.666
•secuaz Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.
2 pastor Call.Fr.301, Nic.Th.49, Opp.C.1.132.
Greek Monolingual
ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)
1. ακόλουθος, υπηρέτης
2. βοσκός, χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, -ές].