ἀναδέσμη: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(big3_3) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[cinta para el cabello]] πλεκτή <i>Il</i>.22.469, χρυσέη E.<i>Med</i>.978, Nonn.<i>D</i>.5.133, ἀργυρέη <i>AP</i> 5.276 (Agath.). | |dgtxt=-ης, ἡ<br />[[cinta para el cabello]] πλεκτή <i>Il</i>.22.469, χρυσέη E.<i>Med</i>.978, Nonn.<i>D</i>.5.133, ἀργυρέη <i>AP</i> 5.276 (Agath.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναδέσμη]], η (Α) [[ἀναδέω]] [[κορδέλα]] που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό [[δίχτυ]] γι’ αυτά, [[φιλές]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A band for women's hair, snood, πλεκτὴ ἀ. Il.22.469, cf. AP5.275 (Agath.), E.Med.978 Porson.
German (Pape)
[Seite 186] ἡ, Hauptbinde, Haarband der Frauen, πλεκτή, Il. 22, 469, neben κεκρύφαλος, wie Agath. 5 (V, 276) u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέσμη: ἡ, ταινία πρὸς συγκράτησιν τῆς γυναικείας κόμης, κεφαλόδεσμος, ἀνάδημα, ὡς ἡ μίτρα, κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην, «σειρὰ ἣν κύκλῳ περὶ τοὺς κροτάφους ἀναδοῦσιν» (Εὐστ.), Ἰλ. Χ. 469, Ἀνθ. Π. 5. 276, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 978: - ἴδ. εἰκόνα ἐν τῇ τοῦ Σχλίεμ. Τρωάδι σ. 255. - καὶ πρβλ. δέσμα ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bandeau pour la chevelure des femmes.
Étymologie: ἀναδέω.
English (Autenrieth)
(ἀναδέω): head-band, πλεκτή, Il. 22.469†. (See cut.)
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
cinta para el cabello πλεκτή Il.22.469, χρυσέη E.Med.978, Nonn.D.5.133, ἀργυρέη AP 5.276 (Agath.).
Greek Monolingual
ἀναδέσμη, η (Α) ἀναδέω κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές.