ἀναμπλάκητος: Difference between revisions

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀναπλ- S.<i>OT</i> 472<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que no yerra o fracasa]] Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables</i> S.<i>OT</i> l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades</i> S.<i>Tr</i>.120.<br /><b class="num">2</b> [[que no desatina]], [[que no causa ofensa]] c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.<i>A</i>.345.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀναπλ- S.<i>OT</i> 472<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que no yerra o fracasa]] Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables</i> S.<i>OT</i> l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades</i> S.<i>Tr</i>.120.<br /><b class="num">2</b> [[que no desatina]], [[que no causa ofensa]] c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.<i>A</i>.345.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναμπλάκητος]], -ον (Α) [[ἀμπλακίσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, [[αναμάρτητος]], [[αλάνθαστος]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμπλάκητος Medium diacritics: ἀναμπλάκητος Low diacritics: αναμπλάκητος Capitals: ΑΝΑΜΠΛΑΚΗΤΟΣ
Transliteration A: anamplákētos Transliteration B: anamplakētos Transliteration C: anamplakitos Beta Code: a)nampla/khtos

English (LSJ)

ον,

   A unerring, unfailing, Κῆρες ἀνᾰπλάκητοι S.OT 472 (lyr.).    2 of a man, without crime or error, A.Ag.345, S.Tr. 120.

German (Pape)

[Seite 198] nicht fehlend, nichtirrend, conj. Soph. Tr. 120, vgl. ἀναπλάκητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμπλάκητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, ἔνθα (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ ἄνευ ἀμπλακήματος, ἀναμάρτητος, ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 infaillible, qui ne s’égare pas;
2 innocent.
Étymologie: ἀ, ἀμπλακεῖν.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀναπλ- S.OT 472

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no yerra o fracasa Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables S.OT l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades S.Tr.120.
2 que no desatina, que no causa ofensa c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.A.345.

Greek Monolingual

ἀναμπλάκητος, -ον (Α) ἀμπλακίσκω
1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος.