ἀνενέργητος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de actividad]] τὸ ἀγαθόν Plot.5.6.6, οὐσία Plot.6.8.21, cf. Procl.<i>in R</i>.2.160.7, <i>in Ti</i>.3.32.12, <i>in Prm</i>.773.15<br /><b class="num">•</b>de la naturaleza del Padre τὴν δὲ φύσιν τοῦ Πατρὸς ἀνενέργητον ὡς πρὸς τὴν ὑπόστασιν τοῦ υἱοῦ Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.93<br /><b class="num">•</b>de pers. [[inactivo]] τὸν φιλοσοφοῦντα ... ἀνενέργητον ὄντα S.E.<i>M</i>.7.30, ἅρπαγα ἄνθρωπον <καὶ> ἀνενέργητον βουλόμενοι σημῆναι Horap.2.81.<br /><b class="num">2</b> [[ineficaz]] εὐχή Hierocl.<i>in CA</i> 21.4<br /><b class="num">•</b>[[incapaz de llevar a cabo]] c. sen. obj. ἀ. τῶν οἰκείων ἔργων Basil.M.29.32B.<br /><b class="num">II</b> [[no realizado]] Hsch. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[carente de actividad]] τὸ ἀγαθόν Plot.5.6.6, οὐσία Plot.6.8.21, cf. Procl.<i>in R</i>.2.160.7, <i>in Ti</i>.3.32.12, <i>in Prm</i>.773.15<br /><b class="num">•</b>de la naturaleza del Padre τὴν δὲ φύσιν τοῦ Πατρὸς ἀνενέργητον ὡς πρὸς τὴν ὑπόστασιν τοῦ υἱοῦ Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.2.93<br /><b class="num">•</b>de pers. [[inactivo]] τὸν φιλοσοφοῦντα ... ἀνενέργητον ὄντα S.E.<i>M</i>.7.30, ἅρπαγα ἄνθρωπον <καὶ> ἀνενέργητον βουλόμενοι σημῆναι Horap.2.81.<br /><b class="num">2</b> [[ineficaz]] εὐχή Hierocl.<i>in CA</i> 21.4<br /><b class="num">•</b>[[incapaz de llevar a cabo]] c. sen. obj. ἀ. τῶν οἰκείων ἔργων Basil.M.29.32B.<br /><b class="num">II</b> [[no realizado]] Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνενέργητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα [[ενέργεια]], [[εκείνος]] που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο [[ένταλμα]] συλλήψεως»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική [[κένωση]] των εντέρων<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανενεργής]], ο [[αδρανής]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[ανίκανος]] [[πλέον]] να δράσει<br />(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... [[ἀκίνητος]], [[ἀνενέργητος]]» —για τον διάβολο)<br /><b>3.</b> ο μη [[αποτελεσματικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>2.</b> (για κληρικούς) [[εκείνος]] στον οποίο έχει επιβληθεί [[αργία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A inefficacious, inactive, Ruf.Anat.30, S.E.M.7.30, cf. Alex.Aphr. de An.39.8, Hierocl.in CA21p.466M.; οὐσία Plot.6.8.21. 2 not possessing an ἐνέργεια, of the Good, Plot. 5.6.6. 3 not actualized or realized, Procl.in R.2.160K. in Prm.p.600S., in Ti.3.32D.
German (Pape)
[Seite 223] unwirksam, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενέργητος: -ον, (ἐνεργέω) ὁ μὴ ἐνεργῶν, ὁ ἄνευ ἐνεργείας, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 30.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de actividad τὸ ἀγαθόν Plot.5.6.6, οὐσία Plot.6.8.21, cf. Procl.in R.2.160.7, in Ti.3.32.12, in Prm.773.15
•de la naturaleza del Padre τὴν δὲ φύσιν τοῦ Πατρὸς ἀνενέργητον ὡς πρὸς τὴν ὑπόστασιν τοῦ υἱοῦ Gr.Nyss.Eun.3.2.93
•de pers. inactivo τὸν φιλοσοφοῦντα ... ἀνενέργητον ὄντα S.E.M.7.30, ἅρπαγα ἄνθρωπον <καὶ> ἀνενέργητον βουλόμενοι σημῆναι Horap.2.81.
2 ineficaz εὐχή Hierocl.in CA 21.4
•incapaz de llevar a cabo c. sen. obj. ἀ. τῶν οἰκείων ἔργων Basil.M.29.32B.
II no realizado Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνενέργητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός για τον οποίο δεν έγινε η πρέπουσα ενέργεια, εκείνος που δεν έχει διεκπεραιωθεί (ανενέργητο ένταλμα συλλήψεως»)
2. εκείνος που δεν έχει ενεργηθεί, δεν έχει κανονική κένωση των εντέρων
αρχ.-μσν.
1. ο ανενεργής, ο αδρανής
2. αυτός που είναι ανίκανος πλέον να δράσει
(«τῷ Σταυρῶ βέβλησαι... ἀκίνητος, ἀνενέργητος» —για τον διάβολο)
3. ο μη αποτελεσματικός
μσν.
1. ο αχρησιμοποίητος
2. (για κληρικούς) εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί αργία.