ἀποδιοπομπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(big3_5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. act. Eust.1935.12]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[conjurar]], [[apartar por medio de conjuros]] c. ac. αὐτήν Pl.<i>Cra</i>.396e, πᾶσαν Onas.5, τὸ μίασμα D.C.37.46.1, τὰ μέν Lib.<i>Decl</i>.15.34, τοὺς χαλεπωτάτους τῶν ὀνείρων Sch.Ar.<i>Ra</i>.1340<br /><b class="num">•</b>c. ac. e instrum. λόγοις αὐτό Pl.<i>Lg</i>.900b<br /><b class="num">•</b>c. ac. y giro c. prep. o gen. μετ' εὐπρεπείας ... τοὺς φιλοσόφους ... ἐκ τῆς πόλεως Plu.<i>Cat.Ma</i>.22, τοὺς μὲν ... δημιουργοὺς ... τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.5.877<br /><b class="num">•</b>c. instrum. y giro c. prep. ἥτις ἐπωδαῖς περὶ ἡμᾶς ἀποδιοπομπήσαιτο Sch.Theoc.7.127<br /><b class="num">•</b>abs. Ph.1.239, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. pas. παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον ... χαλκοῖς ἀνδριάσιν ἀποδιοπομπησόμενον Themist.<i>Ep</i>.4.5.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[apartar]], [[rechazar]] τὸ προβληθέν Ath.401b, τοὺς ... τὰ κινητὰ στήσαντας Theo.Sm.p.200, τὸν ἀδελφόν Synes.<i>Prouid</i>.M.66.1225B.<br /><b class="num">II</b> [[librar de una mancha]], [[purificar]] τὸν οἶκον Pl.<i>Lg</i>.877e, πόλιν Lys.6.53, cf. Moer.41.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [v. act. Eust.1935.12]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[conjurar]], [[apartar por medio de conjuros]] c. ac. αὐτήν Pl.<i>Cra</i>.396e, πᾶσαν Onas.5, τὸ μίασμα D.C.37.46.1, τὰ μέν Lib.<i>Decl</i>.15.34, τοὺς χαλεπωτάτους τῶν ὀνείρων Sch.Ar.<i>Ra</i>.1340<br /><b class="num">•</b>c. ac. e instrum. λόγοις αὐτό Pl.<i>Lg</i>.900b<br /><b class="num">•</b>c. ac. y giro c. prep. o gen. μετ' εὐπρεπείας ... τοὺς φιλοσόφους ... ἐκ τῆς πόλεως Plu.<i>Cat.Ma</i>.22, τοὺς μὲν ... δημιουργοὺς ... τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.5.877<br /><b class="num">•</b>c. instrum. y giro c. prep. ἥτις ἐπωδαῖς περὶ ἡμᾶς ἀποδιοπομπήσαιτο Sch.Theoc.7.127<br /><b class="num">•</b>abs. Ph.1.239, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. pas. παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον ... χαλκοῖς ἀνδριάσιν ἀποδιοπομπησόμενον Themist.<i>Ep</i>.4.5.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[apartar]], [[rechazar]] τὸ προβληθέν Ath.401b, τοὺς ... τὰ κινητὰ στήσαντας Theo.Sm.p.200, τὸν ἀδελφόν Synes.<i>Prouid</i>.M.66.1225B.<br /><b class="num">II</b> [[librar de una mancha]], [[purificar]] τὸν οἶκον Pl.<i>Lg</i>.877e, πόλιν Lys.6.53, cf. Moer.41.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδιοπομπέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ. (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]), [[αποτρέπω]] επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον [[Δία]], [[εξορκίζω]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιοπομπέομαι Medium diacritics: ἀποδιοπομπέομαι Low diacritics: αποδιοπομπέομαι Capitals: ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodiopompéomai Transliteration B: apodiopompeomai Transliteration C: apodiopompeomai Beta Code: a)podiopompe/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι (in pass. sense, Themist.Ep.4.5; act. form in Eust.1935.12):—

   A escort out of the city the δῖον κῴδιον (v. κῴδιον): hence generally, conjure away, Pl.Cra.396e, Onos.5, Ph.1.239, Lib.Decl.15.34; μετ' εὐπρεπείας τοὺς φιλοσόφους ἐκ τῆς πόλεως Plu.Cat.Ma.22; τινὰς τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.Thras.37.    2 generally, set aside, waive, τὸ προβληθέν Ath.9.401b, cf. Theo Sm. p.200H.    II καθήρασθαι καὶ ἀ. τὸν οἶκον free it from pollution, Pl. Lg.877e; πόλιν καθαίρειν καὶ ἀ. Lys.6.53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιοπομπέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, Διός, πομπή): - ἀποτρέπω ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου Διός, ἱλάσκομαι: - ἐντεύθεν καθόλου, δι’ ἀρῶν ἀποδιώκω, ἀποτρέπω, ἐξορκίζω, Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ μετὰ βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D (ἔνθα ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ μέρος, παρέρχομαι, ὅ δ’ οὐ σφόδρα φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
détourner par l’assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.
Étymologie: ἀπό, Διός, πομπή.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. act. Eust.1935.12]
I 1conjurar, apartar por medio de conjuros c. ac. αὐτήν Pl.Cra.396e, πᾶσαν Onas.5, τὸ μίασμα D.C.37.46.1, τὰ μέν Lib.Decl.15.34, τοὺς χαλεπωτάτους τῶν ὀνείρων Sch.Ar.Ra.1340
c. ac. e instrum. λόγοις αὐτό Pl.Lg.900b
c. ac. y giro c. prep. o gen. μετ' εὐπρεπείας ... τοὺς φιλοσόφους ... ἐκ τῆς πόλεως Plu.Cat.Ma.22, τοὺς μὲν ... δημιουργοὺς ... τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.5.877
c. instrum. y giro c. prep. ἥτις ἐπωδαῖς περὶ ἡμᾶς ἀποδιοπομπήσαιτο Sch.Theoc.7.127
abs. Ph.1.239, cf. Hsch.
en v. pas. παλαμναῖον ἢ ἀλιτήριον ... χαλκοῖς ἀνδριάσιν ἀποδιοπομπησόμενον Themist.Ep.4.5.
2 en gener. apartar, rechazar τὸ προβληθέν Ath.401b, τοὺς ... τὰ κινητὰ στήσαντας Theo.Sm.p.200, τὸν ἀδελφόν Synes.Prouid.M.66.1225B.
II librar de una mancha, purificar τὸν οἶκον Pl.Lg.877e, πόλιν Lys.6.53, cf. Moer.41.

Greek Monotonic

ἀποδιοπομπέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ. (ἀπό, Διός, πομπή), αποτρέπω επαπειλούμενες συμφορές μέσω εξιλαστηρίων προσφορών στον Δία, εξορκίζω, σε Πλάτ.