ἀράζω: Difference between revisions
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=de perros [[ladrar]], [[gruñir]] D.H.16.2, Ael.<i>NA</i> 5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 (cód.), cf. ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Formación onomatopéyica. | |dgtxt=de perros [[ladrar]], [[gruñir]] D.H.16.2, Ael.<i>NA</i> 5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 (cód.), cf. ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Formación onomatopéyica. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:22, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἀρράζω,
A snarl, growl, of dogs, Ael.NA5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 codd. (Onomatop., = make the sound ἀρα, ἀρρα.)
German (Pape)
[Seite 343] knurren, vom Hunde, Poll. 5, 86; auch ἀῤῥάζω geschrieben, Ael. H. A. 5, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράζω: ἤ ἀρράζω (α εὐφων., ῥάζω), ἐπί κυνῶν, κνυζῶμαι, «γουρλιάζω», «γρυνίζω», Αἰλ. π. Ζ. 5. 51, Πολυδ. Ε΄, 86, Φίλων 1. 694.
French (Bailly abrégé)
ou mieux ἀρράζω;
seul. prés.
grogner, gronder en parl. des chiens.
Étymologie: onomatopée.
Spanish (DGE)
de perros ladrar, gruñir D.H.16.2, Ael.NA 5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 (cód.), cf. ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν Hsch.
• Etimología: Formación onomatopéyica.
Greek Monolingual
(I)
αράσσω
1. προσορμίζω πλοίο
2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω
αγκυροβολώ
3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση
4. φρ. «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— (II)
ἀράζω κ. ἀρράζω (Α)
(για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (βλ. και αρρηνής). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα άραβος και άραδος].