ἁρμοστός: Difference between revisions
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mec. [[ajustado]], [[adaptado]], [[encajado]] de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero <i>Spir</i>.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero <i>Spir</i>.1.21, cf. <i>Aut</i>.10.3, 16.1, <i>Dioptr</i>.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.<br /><b class="num">2</b> fig. de cosas y abstr. [[conveniente]], [[adecuado]] καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.<i>Fr.Hist</i>.4, τάν τε [φι] λίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν <i>ICr</i>.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.<br /><b class="num">3</b> lat. <i>sponsa</i>, <i>Gloss</i>.2.245.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[ajustadamente]] χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero <i>Aut</i>.11.2, cf. 2.8.<br /><b class="num">2</b> [[convenientemente]] ἔχειν Plu.2.438a (cód.). | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mec. [[ajustado]], [[adaptado]], [[encajado]] de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero <i>Spir</i>.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero <i>Spir</i>.1.21, cf. <i>Aut</i>.10.3, 16.1, <i>Dioptr</i>.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.<br /><b class="num">2</b> fig. de cosas y abstr. [[conveniente]], [[adecuado]] καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.<i>Fr.Hist</i>.4, τάν τε [φι] λίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν <i>ICr</i>.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.<br /><b class="num">3</b> lat. <i>sponsa</i>, <i>Gloss</i>.2.245.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[ajustadamente]] χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero <i>Aut</i>.11.2, cf. 2.8.<br /><b class="num">2</b> [[convenientemente]] ἔχειν Plu.2.438a (cód.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁρμοστός]], -ή, -όν) [[αρμόζω]]<br />ο προσαρμοσμένος [[κατάλληλα]], ο [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μνηστήρας]], η [[μνηστή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A joined, adapted, well-fitted, Hero Spir.1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; suitable, fit, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. -τῶς Plu.2.438a.
German (Pape)
[Seite 356] zusammengefügt; verlobt, verheirathet; angemessen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, καλῶς προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· ἁρμόδιος, κατάλληλος, καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de ἁρμόζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1mec. ajustado, adaptado, encajado de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero Spir.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero Spir.1.21, cf. Aut.10.3, 16.1, Dioptr.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.
2 fig. de cosas y abstr. conveniente, adecuado καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.Fr.Hist.4, τάν τε [φι] λίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν ICr.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.
3 lat. sponsa, Gloss.2.245.
II adv. -ῶς
1 ajustadamente χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero Aut.11.2, cf. 2.8.
2 convenientemente ἔχειν Plu.2.438a (cód.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁρμοστός, -ή, -όν) αρμόζω
ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος
αρχ.
ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή.