ἀρρενωπός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ή, -όν Luc.<i>Fug</i>.27, <i>Scyth</i>.11]<br /><b class="num">1</b> de pers. gener. ref. a mujeres [[de aspecto varonil, viril, fuerte]] γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.<i>GA</i> 747<sup>a</sup>1, cf. Luc.<i>Fug</i>.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ [[ἀρρενωπός]] D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.<i>Ep</i>.140, cf. <i>Et.Gen</i>.1572.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[propio del hombre]], [[viril]] τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.<i>Lg</i>.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.<i>Scyth</i>.11, [[βλέμμα]] Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.<i>NA</i> 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.<i>Or</i>.11.151c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρρενωπόν [[virilidad]] τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.<i>Decl</i>.3.12, cf. Ruf. en Orib.<i>Inc</i>.18.15, D.S.4.6.<br /><b class="num">3</b> [[ἀρρενωπός]]· φοβερός Hsch.α 7123.
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ή, -όν Luc.<i>Fug</i>.27, <i>Scyth</i>.11]<br /><b class="num">1</b> de pers. gener. ref. a mujeres [[de aspecto varonil, viril, fuerte]] γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.<i>GA</i> 747<sup>a</sup>1, cf. Luc.<i>Fug</i>.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ [[ἀρρενωπός]] D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.<i>Ep</i>.140, cf. <i>Et.Gen</i>.1572.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[propio del hombre]], [[viril]] τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.<i>Lg</i>.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.<i>Scyth</i>.11, [[βλέμμα]] Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.<i>NA</i> 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.<i>Or</i>.11.151c<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀρρενωπόν [[virilidad]] τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.<i>Decl</i>.3.12, cf. Ruf. en Orib.<i>Inc</i>.18.15, D.S.4.6.<br /><b class="num">3</b> [[ἀρρενωπός]]· φοβερός Hsch.α 7123.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀρρενωπός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανδρική [[εμφάνιση]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀρρενωπῶς</i><br />θαρραλέα, [[σταθερά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>οψ</i>, [[οπός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγριωπός]], [[αντωπός]])].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενωπός Medium diacritics: ἀρρενωπός Low diacritics: αρρενωπός Capitals: ΑΡΡΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: arrenōpós Transliteration B: arrenōpos Transliteration C: arrenopos Beta Code: a)rrenwpo/s

English (LSJ)

όν, also ή, όν Luc.Fug.27: (ὤψ):—

   A masculine-looking, manly, Pl.Lg.802e; γυναῖκες Arist.GA747a1, cf. Sor. 1.35, Ruf. ap. Orib.inc.2.15; εὐμορφία Luc.Scyth.11; τὸ ἀ., = ἀρρενωπία, D.S.4.6.    2 ofthings, befitting a man, manly, στολή Ael.N A 2.11; τὸ ἀ. τῆς ψυχῆς manliness, Chor.Lyd.8. Adv. -πῶς Gloss.:— irreg. fem. ἀρρεν-ωπάς, άδος, ἡ, = ἀνδρόγυνος, Cratin.389, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενωπός: -όν, ὡσαύτως, ή, όν, Λουκ. Δραπ. 27· (ὤψ): ― ὁ ἔχων ἀνδρικὴν ὄψιν, ἀνδρώδης, ἀνδρικός, Πλάτ. Νόμ. 802Ε· γυναῖκες Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16· εὐμορφία Λουκ. Σκύθ. 11· τὸ ἀρρενωπὸν = ἀρρενωπία, Διόδ. 4. 6. 2) ἐπὶ πραγμ., ἁρμόζων εἰς ἄνδρα, ἀνδρικός, στολή, τρόπος Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Βυζ. τύπος τις ἀρρενωπάς, άδος, ἡ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίνου (Ἄδηλ. 32 β), πρβλ. Α. Β. 446, 24, Εὐστ. 827, 29 καὶ 1412, 31· καὶ οὐσιαστ. ἀρρενωπότης, ητος, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 1274.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’apparence mâle ou virile ; τὸ ἀρρενωπόν virilité, courage.
Étymologie: ἄρρην, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν

• Morfología: [tb. -ή, -όν Luc.Fug.27, Scyth.11]
1 de pers. gener. ref. a mujeres de aspecto varonil, viril, fuerte γυναῖκές τε ἀρρενωποὶ καὶ ἄνδρες θηλυκοί Arist.GA 747a1, cf. Luc.Fug.27, τότε μὲν γὰρ θηλυδριώδης ἑωρᾶτο ... τότε δὲ ἀρρενωπός D.C.59.26.7, cf. D.Chr.1.74, ἀρρενωπότερον ἡμῖν τὸν φίλον ὑποδείκνυε Synes.Ep.140, cf. Et.Gen.1572.
2 de cosas y abstr. propio del hombre, viril τὸ πρὸς τὴν ἀνδρείαν ῥέπον ἀρρενωπὸν φατέον εἶναι Pl.Lg.802e, τὴν εὐμορφίαν Luc.Scyth.11, βλέμμα Poll.2.59, cf. Sor.24.18, στολή Ael.NA 2.11, τὰ μὲν ὀνόματα Θρᾴκια καὶ ἀρρενωπά Them.Or.11.151c
subst. τὸ ἀρρενωπόν virilidad τὸ ἀρρενωπὸν τῆς ψυχῆς Chor.Decl.3.12, cf. Ruf. en Orib.Inc.18.15, D.S.4.6.
3 ἀρρενωπός· φοβερός Hsch.α 7123.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀρρενωπός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει ανδρική εμφάνιση
2. επίρρ. ἀρρενωπῶς
θαρραλέα, σταθερά
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που αρμόζει σε άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωπος < -ωψ, -ωπος < ωψ, ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός (πρβλ. αγριωπός, αντωπός)].