ἀσπαλιεύς: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(big3_7) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ<br />[[pescador]] gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.<i>Th</i>.704, κατάγουσι [[δίκτυον]] ἀσπαλιῆες Opp.<i>H</i>.3.124, cf. 2.430, 3.29, <i>C</i>.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.<i>VH</i> 1.5.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá deriv. de *[[ἄσπαλος]] c. un final que recuerda a [[ἁλιεύς]], rel. lat. <i>squalus</i>, aisl. <i>hvalr</i>, aprus. <i>kalis</i>, pero hay dificultad en cuanto al sent. | |dgtxt=(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ<br />[[pescador]] gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.<i>Th</i>.704, κατάγουσι [[δίκτυον]] ἀσπαλιῆες Opp.<i>H</i>.3.124, cf. 2.430, 3.29, <i>C</i>.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.21.3<br /><b class="num">•</b>de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.<i>VH</i> 1.5.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá deriv. de *[[ἄσπαλος]] c. un final que recuerda a [[ἁλιεύς]], rel. lat. <i>squalus</i>, aisl. <i>hvalr</i>, aprus. <i>kalis</i>, pero hay dificultad en cuanto al sent. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσπαλιεύς]], ο (Α)<br />ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. [[ασπαλιεύς]] θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. <i>άσπαλος</i> «[[ιχθύς]]» (<b>Ησύχ.</b>), [[έπειτα]] από αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αλιεύς]]. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. <i>άσπαλος</i> συνδέεται με τα λατ. <i>squalus</i>, [[ονομασία]] ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. <i>hvalr</i> «[[φάλαινα]]», αρχ. πρωσ. <i>kalis</i> «[[γλανός]]» ([[είδος]] ψαριού του γλυκού νερού)», [[πράγμα]] που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. <i>άσπαλος</i> μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία [[υπόθεση]] ότι ο τ. προέρχεται από <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπάω]] οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, = sq., Nic.Th.704, Opp.H.3.29, al.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, der Fischer, Nic. ther. 704.
Spanish (DGE)
(ἀσπᾰλιεύς) -έως, ὁ
pescador gener. ὅταν ... χελύνην ... ἐρύσωσιν ἐπὶ ξερὸν ἀσπαλιῆες Nic.Th.704, κατάγουσι δίκτυον ἀσπαλιῆες Opp.H.3.124, cf. 2.430, 3.29, C.1.58, 1.74, ref. a los apóstoles, Nonn.Par.Eu.Io.21.3
•de caña τὸν ἀσπαλιέα σπάσαι τὸν κάλαμον Ael.VH 1.5.
• Etimología: Quizá deriv. de *ἄσπαλος c. un final que recuerda a ἁλιεύς, rel. lat. squalus, aisl. hvalr, aprus. kalis, pero hay dificultad en cuanto al sent.
Greek Monolingual
ἀσπαλιεύς, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Η λ. ασπαλιεύς θεωρήθηκε ως παράγωγο ενός τ. άσπαλος «ιχθύς» (Ησύχ.), έπειτα από αναλογική επίδραση του τ. αλιεύς. Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι ο τ. άσπαλος συνδέεται με τα λατ. squalus, ονομασία ενός μεγάλου ψαριού, αρχ. νορβ. hvalr «φάλαινα», αρχ. πρωσ. kalis «γλανός» (είδος ψαριού του γλυκού νερού)», πράγμα που εγείρει πολλές αντιρρήσεις. Προτιμότερο ίσως θα ήταν να θεωρηθεί η λ. άσπαλος μεσογειακής προελεύσεως. Τέλος η αρχαία υπόθεση ότι ο τ. προέρχεται από ανα- + σπάω οφείλεται σε παρετυμολογία].