ἀσκέρα: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dat. plu. -ῃσι Hippon.6.3]<br />[[zapatilla lanosa]] de invierno, Hippon.l.c., <i>SEG</i> 13.13.148 (Atenas V a.C.), Lyc.855, Herod.2.23, Poll.7.85, Hsch., <i>AB</i> 452.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. prést. del lid.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [dat. plu. -ῃσι Hippon.6.3]<br />[[zapatilla lanosa]] de invierno, Hippon.l.c., <i>SEG</i> 13.13.148 (Atenas V a.C.), Lyc.855, Herod.2.23, Poll.7.85, Hsch., <i>AB</i> 452.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. prést. del lid.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσκέρα]], η (Α)<br />χειμερινό [[υπόδημα]] με [[τρίχωμα]] ή [[γούνα]] στο εσωτερικό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ασκέρα]] (ιων. <i>ασκέρη</i>) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο [[οποίος]] χρησιμοποιεί και το υποκορ. <i>ασκερίσκος</i>, -<i>α</i>), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη [[άποψη]], πρόκειται για [[δάνειο]] λυδικής προελεύσεως, [[υπόθεση]] την οποία ευνοούν τόσο η [[μορφή]] της λ., όσο και το [[γεγονός]] ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί [[επίσης]] οι απόψεις ότι ο τ. [[ασκέρα]] αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή [[τέλος]] ότι προέρχεται από το ρ. <i>ασκέω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκέρα Medium diacritics: ἀσκέρα Low diacritics: ασκέρα Capitals: ΑΣΚΕΡΑ
Transliteration A: askéra Transliteration B: askera Transliteration C: askera Beta Code: a)ske/ra

English (LSJ)

ας, ἡ,

   A winter shoe with fur lining, Hippon.19, Lyc.855, 1322, Herod.2.32:—Dim. ἀσκερίσκος, ὁ, metapl. pl. ἀσκερίσκα Hippon. 18.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, eine Art Winterschuh von rohem Leder od. Pelz, dessen Haare nach innen gekehrt den Fuß warm halten, Lycophr. 855. 1322; Poll. 7, 85 ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνι χρήσιμον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκέρα: -ας, ἡ, χειμερινὸν ὑπόδημα μαλλωτὸν ἔσωθεν, «ἀσκέραι· ὑπόδημα λάσιον, χειμῶνος χρήσιμον» Πολυδ. Ζ΄, 85· - κατὰ τὸν Τζέτζην εἰς Λυκόφρ. 855· «ἀσκέραι οὐ τὰ ὑποδήματα, ἀλλὰ τὰ πιλία, ἤτοι τὰ ὀρτάρια, εἰσὶν» δηλ. εἶδος εὐμαρίδων ἐκ πίλου, οἷα εἶναι τὰ Τουρκικὰ «τερλίκια»· ἴδε Ἱππώνακτα 10 κτλ.: - ὑποκορ. ἀσκερίσκος, ὁ, πληθ. κατὰ μεταπλασμ. ἀσκερίσκα (πρβλ. σαμβαλίσκα) Ἱππῶναξ 9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Morfología: [dat. plu. -ῃσι Hippon.6.3]
zapatilla lanosa de invierno, Hippon.l.c., SEG 13.13.148 (Atenas V a.C.), Lyc.855, Herod.2.23, Poll.7.85, Hsch., AB 452.

• Etimología: Prob. prést. del lid.

Greek Monolingual

ἀσκέρα, η (Α)
χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, -α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, πρόκειται για δάνειο λυδικής προελεύσεως, υπόθεση την οποία ευνοούν τόσο η μορφή της λ., όσο και το γεγονός ότι απαντά δύο φορές στον Ιππώνακτα. Έχουν υποστηριχτεί επίσης οι απόψεις ότι ο τ. ασκέρα αποτελεί πιθ. λ. προελληνική ή τέλος ότι προέρχεται από το ρ. ασκέω].