βαυκός: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(big3_8)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[blando]], [[delicado]] βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, <i>EM</i> 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[estúpido]] Hsch.β 191.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá rel. [[βαυκαλάω]] q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
|dgtxt=-όν<br />[[blando]], [[delicado]] βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, <i>EM</i> 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.<br /><b class="num">•</b>[[estúpido]] Hsch.β 191.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Quizá rel. [[βαυκαλάω]] q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαυκός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[αβρός]], [[μαλακός]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[βαυκός]], [[βαύκαλος]] [[καθώς]] και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς [[είναι]] δημώδεις και η [[ετυμολογία]] τους [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. [[βαύκαλος]] μαρτυρείται μόνο στο <i>Μέγα Ετυμολογικό</i> (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το [[βαυκαλώ]], με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν [[είναι]] σαφές αν ο τ. [[βαύκαλος]] [[είναι]] παρεκτεταμένη [[μορφή]] του [[βαυκός]] ή αν το [[βαυκός]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[βαύκαλος]]].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκός Medium diacritics: βαυκός Low diacritics: βαυκός Capitals: ΒΑΥΚΟΣ
Transliteration A: baukós Transliteration B: baukos Transliteration C: vafkos Beta Code: bauko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A prudish, affected, Arar.9.

German (Pape)

[Seite 439] VLL. τρυφερός, spröde, zärtlich thuend, Araros bei Aspas. zu Arist. eth. Nicom. IV p. 58.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκός: -ή, -όν, προσποιούμενος, χαϊδευόμενος, θρυπτόμενος, ὡς τὸ τρυφερός, Ἀραρὼς Καμπ. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
délicat, dédaigneux, prude.
Étymologie: DELG terme populaire, sans étym.

Spanish (DGE)

-όν
blando, delicado βαυκά, μαλακά, τερπνά, τρυφερά Arar.9, cf. Phot.β 104, EM 192.20G., βαυκά· ἡδέα Hsch.
estúpido Hsch.β 191.

• Etimología: Etim. dud. Quizá rel. βαυκαλάω q.u. por vía pop. c. el sent. de ‘mimo’.

Greek Monolingual

βαυκός, ο (Α)
1. τρυφερός, αβρός, μαλακός
2. προσποιητός, επιτηδευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό (192, 20) και μπορεί να προήλθε από το βαυκαλώ, με υποχωρητικό σχηματισμό. Εξάλλου δεν είναι σαφές αν ο τ. βαύκαλος είναι παρεκτεταμένη μορφή του βαυκός ή αν το βαυκός είναι μεταπλασμένος τ. του βαύκαλος].