δελτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene forma de delta]], [[triangular]] ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.<br /><b class="num">2</b> anat. [[que tiene forma de delta]] σχῆμα Gal.2.354<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[deltoide]] Gal.2.356, 359, 18(1).306.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ δ. n. de un [[apósito]] Ps.Sor.<i>Quaest</i>.242.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en forma de delta o triangular]] δ. ἐπίκειται Ruf.<i>Oss</i>.10.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene forma de delta]], [[triangular]] ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.<br /><b class="num">2</b> anat. [[que tiene forma de delta]] σχῆμα Gal.2.354<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[deltoide]] Gal.2.356, 359, 18(1).306.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ δ. n. de un [[apósito]] Ps.Sor.<i>Quaest</i>.242.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en forma de delta o triangular]] δ. ἐπίκειται Ruf.<i>Oss</i>.10.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δελτοειδής]], -ές)<br />όποιος έχει το [[σχήμα]] του γράμματος Δ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> «[[δελτοειδής]] μυς» — [[ισχυρός]] [[τριγωνικός]] μυς ο [[οποίος]] περιβάλλει την [[άρθρωση]] του ώμου<br /><b>2.</b> «[[δελτοειδής]] [[σύνδεσμος]]» — [[σύνδεσμος]] της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από [[τρεις]] τριγωνικές δεσμίδες<br /><b>3.</b> «δελτοειδές [[έπαρμα]] ή [[φύμα]]» — τραχύ και πλατύ [[έπαρμα]] της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δελτοειδή</i><br />[[οικογένεια]] Λεπιδόπτερων Εντόμων<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> <i>δελτοειδή</i><br />[[κατηγορία]] [[φυτών]] με τριγωνικά φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλτα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτοειδής Medium diacritics: δελτοειδής Low diacritics: δελτοειδής Capitals: ΔΕΛΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: deltoeidḗs Transliteration B: deltoeidēs Transliteration C: deltoeidis Beta Code: deltoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A delta-shaped, triangular, Hsch. s.v. καρχήσιον; of the deltoid muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.Oss.10.

German (Pape)

[Seite 544] ές, dreieckig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δελτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα τοῦ δέλτα, τριγωνικός, Ἡσύχ. ἐν λ. καρχήσιον.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que tiene forma de delta, triangular ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.
2 anat. que tiene forma de delta σχῆμα Gal.2.354
subst. ὁ δ. deltoide Gal.2.356, 359, 18(1).306.
3 subst. ὁ δ. n. de un apósito Ps.Sor.Quaest.242.
II adv. -ῶς en forma de delta o triangular δ. ἐπίκειται Ruf.Oss.10.

Greek Monolingual

-ές (AM δελτοειδής, -ές)
όποιος έχει το σχήμα του γράμματος Δ
νεοελλ.
1. ανατ. «δελτοειδής μυς» — ισχυρός τριγωνικός μυς ο οποίος περιβάλλει την άρθρωση του ώμου
2. «δελτοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από τρεις τριγωνικές δεσμίδες
3. «δελτοειδές έπαρμα ή φύμα» — τραχύ και πλατύ έπαρμα της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού
4. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δελτοειδή
οικογένεια Λεπιδόπτερων Εντόμων
5. βοτ. δελτοειδή
κατηγορία φυτών με τριγωνικά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτα + -ειδής < είδος].