δηκτικός: Difference between revisions
σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de anim. [[mordiente]], [[que muerde]], [[que pica]] φαλάγγια Arist.<i>HA</i> 622<sup>b</sup>28, τῶν ἰχθύων οἱ δηκτικοί Arist.<i>PA</i> 662<sup>a</sup>31.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[que causa picor o escozor]], [[irritante]], [[mordaz]] ῥεύματα Hp.<i>Mul</i>.1.66, φάρμακον Arist.<i>Pr</i>.865<sup>a</sup>30, cf. Hp.<i>Steril</i>.230, Dsc.1.105.6, Aret.<i>CA</i> 1.10.13, del humo en los ojos, Arist.<i>Pr</i>.959<sup>b</sup>10, cf. Diocl.<i>Fr</i>.147, δριμύτητες Diocl.<i>Fr</i>.138, ἰχῶρες Ruf.<i>Fr</i>.68.3<br /><b class="num">•</b>[[mordisqueante]], [[que penetra suavemente]] δηκτικόν τε καὶ γλυκὺ φάρμακον Luc.<i>Nigr</i>.37.<br /><b class="num">3</b> de sabores [[picante]], [[fuerte]] de un pescado, Diph.Siph. en Ath.121a.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers. [[mordaz]] Luc.<i>Demon</i>.50<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δηκτικόν mordacidad</i> Phld.<i>Ir</i>.38.7, Ph.1.684, Plu.2.74d, 81c.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[con capacidad de morder]] τοὺς ὀδόντας δ. κατέχει ὁ κύων Sch.Ar.<i>V</i>.943a.<br /><b class="num">2</b> [[a mordiscos]], [[mordiendo]] Eust.218.20. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de anim. [[mordiente]], [[que muerde]], [[que pica]] φαλάγγια Arist.<i>HA</i> 622<sup>b</sup>28, τῶν ἰχθύων οἱ δηκτικοί Arist.<i>PA</i> 662<sup>a</sup>31.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[que causa picor o escozor]], [[irritante]], [[mordaz]] ῥεύματα Hp.<i>Mul</i>.1.66, φάρμακον Arist.<i>Pr</i>.865<sup>a</sup>30, cf. Hp.<i>Steril</i>.230, Dsc.1.105.6, Aret.<i>CA</i> 1.10.13, del humo en los ojos, Arist.<i>Pr</i>.959<sup>b</sup>10, cf. Diocl.<i>Fr</i>.147, δριμύτητες Diocl.<i>Fr</i>.138, ἰχῶρες Ruf.<i>Fr</i>.68.3<br /><b class="num">•</b>[[mordisqueante]], [[que penetra suavemente]] δηκτικόν τε καὶ γλυκὺ φάρμακον Luc.<i>Nigr</i>.37.<br /><b class="num">3</b> de sabores [[picante]], [[fuerte]] de un pescado, Diph.Siph. en Ath.121a.<br /><b class="num">II</b> fig. de pers. [[mordaz]] Luc.<i>Demon</i>.50<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δηκτικόν mordacidad</i> Phld.<i>Ir</i>.38.7, Ph.1.684, Plu.2.74d, 81c.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[con capacidad de morder]] τοὺς ὀδόντας δ. κατέχει ὁ κύων Sch.Ar.<i>V</i>.943a.<br /><b class="num">2</b> [[a mordiscos]], [[mordiendo]] Eust.218.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηκτικός]], -ή, -όν) [[δήκτης]]<br /><b>1.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] να δαγκώνει, ο [[δαγκανιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[οδύνη]], που πληγώνει (α. «δηκτικά [[λόγια]]» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δηκτικός]]<br />[[γένος]] ακρίδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[οξύς]], ο [[ερεθιστικός]], ο [[δριμύς]] («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δηκτικόν</i><br />η [[δηκτικότητα]], το να προκαλεί [[κανείς]] πόνο ή ερεθισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A biting, stinging, φαλάγγια Arist.HA622b28; τῶν ἰχθύων οἱ δ. Id.PA662a31; pungent, Diph.Siph. ap. Ath.3.121a (Comp.), Diocl.Fr.138, Ruf.Fr.68.3, Dsc. 1.105; φάρμακον Luc.Nigr.37, etc.: metaph., of anger, Phld.Ir. p.77 W.; -κόν, τό, Ph.1.684; ἀστεῖον καὶ δ. Luc.Demon.50. Adv. -κῶς Sch.Ar.V.937.
German (Pape)
[Seite 560] beißend, bissig; φαλάγγιον Arist. H. A. 9, 39; scharf, reizend, φάρμακον Luc. Nigr. 37; u. von Speisen öfter Ath.; übertr., kränkend, scharf, τὸ εἰρημένον δ. καὶ ἀστεῖον Luc. Demon. 50. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 937, = ὀδάξ.
Greek (Liddell-Scott)
δηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων κέντρον, κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― ἐρεθιστικός, δριμύς, φάρμακον Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui mord.
Étymologie: δάκνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de anim. mordiente, que muerde, que pica φαλάγγια Arist.HA 622b28, τῶν ἰχθύων οἱ δηκτικοί Arist.PA 662a31.
2 de cosas que causa picor o escozor, irritante, mordaz ῥεύματα Hp.Mul.1.66, φάρμακον Arist.Pr.865a30, cf. Hp.Steril.230, Dsc.1.105.6, Aret.CA 1.10.13, del humo en los ojos, Arist.Pr.959b10, cf. Diocl.Fr.147, δριμύτητες Diocl.Fr.138, ἰχῶρες Ruf.Fr.68.3
•mordisqueante, que penetra suavemente δηκτικόν τε καὶ γλυκὺ φάρμακον Luc.Nigr.37.
3 de sabores picante, fuerte de un pescado, Diph.Siph. en Ath.121a.
II fig. de pers. mordaz Luc.Demon.50
•neutr. subst. τὸ δηκτικόν mordacidad Phld.Ir.38.7, Ph.1.684, Plu.2.74d, 81c.
III adv. -ῶς
1 con capacidad de morder τοὺς ὀδόντας δ. κατέχει ὁ κύων Sch.Ar.V.943a.
2 a mordiscos, mordiendo Eust.218.20.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δηκτικός, -ή, -όν) δήκτης
1. όποιος έχει την ιδιότητα να δαγκώνει, ο δαγκανιάρης
2. αυτός που προκαλεί οδύνη, που πληγώνει (α. «δηκτικά λόγια» β. «ἀστεῑον δὴ κἀκεῑνο αὐτοῡ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο δηκτικός
γένος ακρίδων
αρχ.
1. ο οξύς, ο ερεθιστικός, ο δριμύς («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. το δηκτικόν
η δηκτικότητα, το να προκαλεί κανείς πόνο ή ερεθισμό.