διευλαβέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(big3_11)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tener cuidado con]] ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονος si al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino</i> Pl.<i>Lg</i>.843e<br /><b class="num">•</b>[[respetar]] τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν Pl.<i>Lg</i>.879c.<br /><b class="num">2</b> [[guardarse de]], [[evitar]] τό γε σφόδρα ἄτοπον Pl.<i>Lg</i>.797a, τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγειν Plu.2.7a, τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξεις D.61.18, cf. 19.119, (τὴν ὀδύνην) LXX <i>De</i>.28.60, τὸν υἱὸν Ἀντιόχου LXX 2<i>Ma</i>.9.29, cf. <i>Ib</i>.6.16, τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσιν Plb.14.2.7, c. inf. μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαι Arist.<i>HA</i> 581<sup>b</sup>14<br /><b class="num">•</b>c. complet. c. μή [[cuidarse de que]], [[temer que]] μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα Pl.<i>Lg</i>.789e, cf. <i>Ep</i>.351c, μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούς Plb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[contenerse]], [[ser prudente]] Pl.<i>Phd</i>.81e, Plu.2.90a.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[tener miedo]] διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς Ἔφεσον D.S.14.36.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tener cuidado con]] ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονος si al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino</i> Pl.<i>Lg</i>.843e<br /><b class="num">•</b>[[respetar]] τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν Pl.<i>Lg</i>.879c.<br /><b class="num">2</b> [[guardarse de]], [[evitar]] τό γε σφόδρα ἄτοπον Pl.<i>Lg</i>.797a, τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγειν Plu.2.7a, τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξεις D.61.18, cf. 19.119, (τὴν ὀδύνην) LXX <i>De</i>.28.60, τὸν υἱὸν Ἀντιόχου LXX 2<i>Ma</i>.9.29, cf. <i>Ib</i>.6.16, τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσιν Plb.14.2.7, c. inf. μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαι Arist.<i>HA</i> 581<sup>b</sup>14<br /><b class="num">•</b>c. complet. c. μή [[cuidarse de que]], [[temer que]] μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα Pl.<i>Lg</i>.789e, cf. <i>Ep</i>.351c, μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούς Plb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[contenerse]], [[ser prudente]] Pl.<i>Phd</i>.81e, Plu.2.90a.<br /><b class="num">2</b> en v. med.-pas. [[tener miedo]] διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς Ἔφεσον D.S.14.36.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐευλᾰβέομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ηυλαβήθην</i>, αποθ., [[παίρνω]] καλές προφυλάξεις, [[προσέχω]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] [[απέναντι]] σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διευλᾰβέομαι Medium diacritics: διευλαβέομαι Low diacritics: διευλαβέομαι Capitals: ΔΙΕΥΛΑΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dieulabéomai Transliteration B: dieulabeomai Transliteration C: dievlaveomai Beta Code: dieulabe/omai

English (LSJ)

aor.

   A -ηυλαβήθην Pl.Lg.843e:—take good heed to, beware of, be on one's guard against, c. acc., Id.Phd.81e, Lg.797a, LXXDe.28.60, Plb.14.2.7, etc.: c. gen., Pl.Lg.843e; δ. μὴ . . ib.789e; but δ. μὴ παθεῖν Id.Ep.351c.    2 reverence, τινά Id.Lg.879c.

Greek (Liddell-Scott)

δῐευλᾰβέομαι: ἀόρ. -ηυλαβήθην Πλάτ. Νόμ. 843Ε· ἀποθ.· -προσέχω πολύ, προφυλάττομαι πολὺ ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. Φαίδωνι 81Ε, Νόμ. 797Α· μετὰ γεν., αὐτόθι 843Ε· δ. μὴ… αὐτόθι 789Ε· ἀλλά, δ. μὴ παθεῖν Ἐπ. Πλάτ. 351C. 2) σέβομαι, τιμῶ, τινα ὡς πατέρα αὐτόθι 879C.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 prendre ses précautions, se garder avec soin;
2 vénérer, respecter.
Étymologie: διά, εὐλαβέομαι.

Spanish (DGE)

I 1tener cuidado con ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονος si al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino Pl.Lg.843e
respetar τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν Pl.Lg.879c.
2 guardarse de, evitar τό γε σφόδρα ἄτοπον Pl.Lg.797a, τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγειν Plu.2.7a, τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξεις D.61.18, cf. 19.119, (τὴν ὀδύνην) LXX De.28.60, τὸν υἱὸν Ἀντιόχου LXX 2Ma.9.29, cf. Ib.6.16, τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσιν Plb.14.2.7, c. inf. μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαι Arist.HA 581b14
c. complet. c. μή cuidarse de que, temer que μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα Pl.Lg.789e, cf. Ep.351c, μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούς Plb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.
II intr.
1 contenerse, ser prudente Pl.Phd.81e, Plu.2.90a.
2 en v. med.-pas. tener miedo διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς Ἔφεσον D.S.14.36.

Greek Monotonic

δῐευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ηυλαβήθην, αποθ., παίρνω καλές προφυλάξεις, προσέχω, βρίσκομαι σε επιφυλακή απέναντι σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.