δικασπολία: Difference between revisions
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δῐκασπολία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Q.S.5.172, Man.2.261, Colluth.12<br /><b class="num">1</b> [[juicio]] ὄφρα δορυκτήτοισι δικασπολίην ὀπάσωμεν Q.S.l.c., δικασπολίῃσι μέλοντα <i>JRCil</i>.2.49.5 (II d.C.), cf. Q.S.5.176, <i>IUrb.Rom</i>.1149.2 (IV d.C.), Man.l.c., Colluth.l.c., <i>AP</i> 5.274 (Paul.Sil.), 7.334, 11.376 (Agath.), <i>IM</i> 202.2 (IV/V d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[justicia]] [[ἅδε]] δικασπολίᾳ ῥώμαν πόρον <i>Hymn.Is</i>.36 (Andros), ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται Orph.<i>A</i>.381, cf. <i>AP</i> 9.705, <i>TAM</i> 3(1).103 (Termeso, imper.), <i>IEphesos</i> 1305.A (V d.C.), ὑπὸ Χαλδαίοισι δικασπολίαισιν ἁλώσας de Cristo, Orác. en Lact.<i>Inst</i>.4.13.11.<br /><b class="num">3</b> [[función de juez]] Lyd.<i>Mag</i>.3.37. | |dgtxt=(δῐκασπολία) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Q.S.5.172, Man.2.261, Colluth.12<br /><b class="num">1</b> [[juicio]] ὄφρα δορυκτήτοισι δικασπολίην ὀπάσωμεν Q.S.l.c., δικασπολίῃσι μέλοντα <i>JRCil</i>.2.49.5 (II d.C.), cf. Q.S.5.176, <i>IUrb.Rom</i>.1149.2 (IV d.C.), Man.l.c., Colluth.l.c., <i>AP</i> 5.274 (Paul.Sil.), 7.334, 11.376 (Agath.), <i>IM</i> 202.2 (IV/V d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[justicia]] [[ἅδε]] δικασπολίᾳ ῥώμαν πόρον <i>Hymn.Is</i>.36 (Andros), ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται Orph.<i>A</i>.381, cf. <i>AP</i> 9.705, <i>TAM</i> 3(1).103 (Termeso, imper.), <i>IEphesos</i> 1305.A (V d.C.), ὑπὸ Χαλδαίοισι δικασπολίαισιν ἁλώσας de Cristo, Orác. en Lact.<i>Inst</i>.4.13.11.<br /><b class="num">3</b> [[función de juez]] Lyd.<i>Mag</i>.3.37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δικασπολία]], η (Α) [[δικασπόλος]]<br /><b>1.</b> δικαστική [[απόφαση]]<br /><b>2.</b> [[κρίση]], [[δίκη]]<br /><b>3.</b> το [[επάγγελμα]] του δικαστή. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A judgement, Hymn.Is.36, Man.2.261, Coluth.12, AP11.376 (Agath.): pl., IG14.1363, Inscr.Magn.202.2. II office of a judge, Orph.A. 381, Q.S.5.172.
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, das Richten, Rechtsprechen; πᾶσι δικασπολίας ἀναφαίνειν Orph. Arg. 379; Agath. 67 (XI, 376); Coluth. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκασπολία: ἡ, δίκη, κρίσις, Ὀρφ. Ἀργ. 379, Κόλουθ. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 6203· ἐν τῷ πληθ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 647.2
Spanish (DGE)
(δῐκασπολία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Q.S.5.172, Man.2.261, Colluth.12
1 juicio ὄφρα δορυκτήτοισι δικασπολίην ὀπάσωμεν Q.S.l.c., δικασπολίῃσι μέλοντα JRCil.2.49.5 (II d.C.), cf. Q.S.5.176, IUrb.Rom.1149.2 (IV d.C.), Man.l.c., Colluth.l.c., AP 5.274 (Paul.Sil.), 7.334, 11.376 (Agath.), IM 202.2 (IV/V d.C.).
2 justicia ἅδε δικασπολίᾳ ῥώμαν πόρον Hymn.Is.36 (Andros), ὅς ῥα δικασπολίῃ μέλεται Orph.A.381, cf. AP 9.705, TAM 3(1).103 (Termeso, imper.), IEphesos 1305.A (V d.C.), ὑπὸ Χαλδαίοισι δικασπολίαισιν ἁλώσας de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11.
3 función de juez Lyd.Mag.3.37.
Greek Monolingual
δικασπολία, η (Α) δικασπόλος
1. δικαστική απόφαση
2. κρίση, δίκη
3. το επάγγελμα του δικαστή.