σπειροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(11)
 
(38)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=speirofo/ros
|Beta Code=speirofo/ros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearer of a</b> <b class="b3">σπεῖρον</b>, i.e. <b class="b2">garment of image of Artemis</b>, Jahresh. 18 <span class="title">Beibl.</span> 287 (Ephesus).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearer of a</b> <b class="b3">σπεῖρον</b>, i.e. <b class="b2">garment of image of Artemis</b>, Jahresh. 18 <span class="title">Beibl.</span> 287 (Ephesus).</span>
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν<br /><b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που ανήκει στην [[ομάδα]] τών σπειριφεροειδών και έζησε από το [[σιλούριο]] ώς το πέρμιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο συνθ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spirifer</i> <span style="color: red;"><</span> <i>spir</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[σπείρα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>fer</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>fero</i> «[[φέρω]]»)].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που φορεί σπεῑρον, [[ένδυμα]] με [[παράσταση]] της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπεῖρον]] «[[είδος]] υφάσματος» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειροφόρος Medium diacritics: σπειροφόρος Low diacritics: σπειροφόρος Capitals: ΣΠΕΙΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: speirophóros Transliteration B: speirophoros Transliteration C: speiroforos Beta Code: speirofo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].