παρεδρεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
(eksahir)
(31)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[asistir]], [[ayudar]]
|esgtx=[[asistir]], [[ayudar]]
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πάρεδρος]]<br />[[είμαι]] [[πάρεδρος]], [[ασκώ]] καθήκοντα παρέδρου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στέκομαι]] ή [[κάθομαι]] [[δίπλα]] ή πολύ [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παρατηρώ]] [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[συνεχώς]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπηρετώ]], [[εξυπηρετώ]], [[περιποιούμαι]]<br /><b>3.</b> [[κατέχω]] την τελευταία [[θέση]] σε [[σειρά]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[συμφυής]], άρρηκτα δεμένος με [[κάτι]] («λαμβάνει... μετουσίαν ἁγιασμοῡ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης [[χάριτος]]», Μ. Βασ.)<br /><b>5.</b> (το αρσ. εν ως ουσ.) <i>ὁ παρεδρεύων</i><br />(ενν. [[δαίμων]]) ο [[ευεργετικός]] [[δαίμονας]] που προστατεύει το [[σπίτι]]<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ παρεδρεύοντες</i><br />α) αυτοί που περιποιούνται ασθενείς, οι νοσοκόμοι<br />β) εκείνοι που επέβλεπαν τους υδατοφράκτες στην Αίγυπτο<br /><b>7.</b> (το θηλ. εν. ως ουσ.) <i>ἡ παρεδρεύουσα</i><br />(ενν. [[συλλαβή]]) η παραλήγουσα<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ὁ παρεδρεύων [[χρόνος]]» — ο [[χρόνος]], η [[ποσότητα]] της παραλήγουσας.
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεδρεύω Medium diacritics: παρεδρεύω Low diacritics: παρεδρεύω Capitals: ΠΑΡΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: paredreúō Transliteration B: paredreuō Transliteration C: paredreyo Beta Code: paredreu/w

English (LSJ)

   A wait, attend upon, Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις E.Alc.746 (anap.) ; οἱ παρεδρεύοντες, of those who attend on the sick, Phld.Ir.p.29 W.; of sluice-keepers, Sammelb.7174.16 (i A. D.) ; of a familiar spirit, PMag.Par.1.1979 (hex.).    2 frequent, attend, θυμέλαις IG5(1).734 (Sparta) ; γυμνασίοις ib.14.1728.6 ; π. ταῖς ἐκκλησίαις ἐν ὅπλοις ib.22.1028.35 ; ἐν τῷ ἱερῷ SIG695.27 (Magn. Mae., ii B. c.) ; παρήδρευσαν ἕως . . Plb.29.27.10.    3 of judges, act as assessor (πάρεδρος), παρεδρεύοντος ἄρχοντι D.21.178 ; δοκιμάζονται [οἱ πάρεδροι] πρὶν παρεδρεύειν Arist.Ath.56.1, cf. CIG2855.6 (Didyma, ii B.C.) ; of Aeacus, as assessor with Pluto and Persephone, Isoc.9.15.    4 in Tactics, occupy rear rank, Ascl. Tact.3.6 ; τὸ παρεδρεῦον ζυγόν ib.7.7.    5 Gramm., ἡ παρεδρεύουσα [συλλαβή] penultimate, A.D.Adv.135.16, al. ; ὁ παρεδρεύων χρόνος the quantity of the penultimate, ib.167.10 ; τῷ ᾱ, τῷ ῡ παρεδρεύεσθαι, to have α or υ in the penultimate, ib.177.14, Ath. 9.392b.

German (Pape)

[Seite 510] daneben oder dabei sitzen, immer bei Einem sein; Ἅιδου νύμφῃ παρεδρεύοις, Eur. Alc. 746; παρήδρευσαν, Pol. 29, 10, 11; τοῖς κάμνουσι, D. Sic. 14, 71; Beisitzer sein, Dem. 59, 84 (vgl. πάρεδρος), u. Sp.; – Apoll. de synt. 272, 4 u. öfter, von der vorletzten Sylbe; vgl. Ath. IX, 392 a, τὰ εἰς ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισύλλαβα ὅταν τῷ υ παρεδρεύηται, wie κήρυξ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεδρεύω: (πάρεδρος) σταθερῶς ἑδρεύω πλησίον, διαρκῶς παρακάθημα, εἶμαι ἀείποτε πλησίον, Λατ. assidere, Ἅιδου νύμφᾳ παρεδρεύεις Εὐριπ. Ἄλκ. 746· γυμνασίοις Ἑλλ. Ἐπιγραμμ. 689. 6, πρβλ. σ. xiii· οὕτω Πολύβ. 29. 10, 11, κλ. 2) ἐπὶ δικαστῶν, παρακάθημαι εἶμαι πάρεδρος, παρεδρεύοντος ἄρχοντι Δημ. 572. 10, πρβλ. Ἰσοκρ. 192Α· δοκιμάζονται οἱ πάρεδροι πρὶν παρεδρεύειν Ἀριστ. Ἀποσπ. 389· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2855. 6, κ. ἀλλ. 3) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ παρεδρεύουσα [[[συλλαβή]]], ἡ παραλήγουσα, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ.· ὅταν τὸ υ παρεδρεύηται, ὅταν τὸ υ ᾖ ἐν τῇ παραληγούσῃ, Ἀθήν. 392Α.

French (Bailly abrégé)

pf. παρήδρευκα;
être assis ou siéger auprès de, τινι ; particul. être assesseur.
Étymologie: πάρεδρος.

Spanish

asistir, ayudar

Greek Monolingual

ΝΜΑ πάρεδρος
είμαι πάρεδρος, ασκώ καθήκοντα παρέδρου
μσν.-αρχ.
στέκομαι ή κάθομαι δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
μσν.
παρατηρώ κάτι με μεγάλη προσοχή
αρχ.
1. είμαι συνεχώς κοντά σε κάποιον
2. υπηρετώ, εξυπηρετώ, περιποιούμαι
3. κατέχω την τελευταία θέση σε σειρά
4. είμαι συμφυής, άρρηκτα δεμένος με κάτι («λαμβάνει... μετουσίαν ἁγιασμοῡ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος», Μ. Βασ.)
5. (το αρσ. εν ως ουσ.) ὁ παρεδρεύων
(ενν. δαίμων) ο ευεργετικός δαίμονας που προστατεύει το σπίτι
6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παρεδρεύοντες
α) αυτοί που περιποιούνται ασθενείς, οι νοσοκόμοι
β) εκείνοι που επέβλεπαν τους υδατοφράκτες στην Αίγυπτο
7. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ παρεδρεύουσα
(ενν. συλλαβή) η παραλήγουσα
8. φρ. «ὁ παρεδρεύων χρόνος» — ο χρόνος, η ποσότητα της παραλήγουσας.