ὄμβριος: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(eksahir) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[agua de lluvia]] | |esgtx=[[agua de lluvia]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄμβριος:''' -ον ([[ὄμβρος]]), [[βροχερός]], [[βρόχινος]], προερχόμενος από τη [[βροχή]], <i>ὕδωρὄμβριον</i>, το [[νερό]] της βροχής, σε Ηρόδ.· [[ὀμβρία]] [[χάλαζα]], σε Σοφ.· [[νέφος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rainy, of rain, ὄ. ὕδωρ rain-water, Xenoph.30.4, SIG56.29 (Argos, V B.C.), Hdt.2.25, Hp.Aër.7, etc. ; ὕδατα Pi.O.10(11).3 ; χάλαζα S.OC1502 ; νέφος Ar. Nu.288 ; Ζεὺς ὄ., as sender of rain, Lyc.160, cf. Str.15.1.69, Plu.2.158e.
German (Pape)
[Seite 329] vom Regen, zum Regen gehörig; ὕδατα, Pind. Ol. 10, 3; ὀμβρία χάλαζα, Soph. O. C. 1498; νέφος ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; ὕδωρ, Her. 2, 25; Sp., wie Plut. qu. nat. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὄμβριος: -ον, βροχερός, βρόχινος, ἐκ βροχῆς, Λατ. pluvialis, ὕδωρ ὄμβρ., ὕδωρ τῆς βροχῆς, «βροχόνερον», Ἡρόδ. 2. 25, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, κτλ.· ὕδατα Πινδ. Ο. 11 (10). 3· χάλαζα Σοφ. Ο. Κ. 1502· νέφος Ἀριστοφ. Νεφ. 288· - Ζεὺς ὄμβρ., ὡς πέμπων βροχήν, Λυκόφρ. 160· ὁ ὄμβρ. Ζεὺς Στράβ. 718, Πλούτ. 2. 158D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui provient de pluie;
2 qui produit la pluie, pluvieux.
Étymologie: ὄμβρος.
English (Slater)
ὄμβριος
1 rainy οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3)
Spanish
Greek Monotonic
ὄμβριος: -ον (ὄμβρος), βροχερός, βρόχινος, προερχόμενος από τη βροχή, ὕδωρὄμβριον, το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· νέφος, σε Αριστοφ.