ἀμετανόητος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[μετανοέω]], [[which]] [[see]]), admitting no [[change]] of [[mind]] ([[amendment]]), [[unrepentant]], [[impenitent]]: Lucian, Abdic. 11 ([[passively]]), equivalent to [[ἀμεταμέλητος]], [[which]] [[see]]; ([[Philo]] de praem. et poen. § 3).)  
|txtha=([[μετανοέω]], [[which]] [[see]]), admitting no [[change]] of [[mind]] ([[amendment]]), [[unrepentant]], [[impenitent]]: Lucian, Abdic. 11 ([[passively]]), equivalent to [[ἀμεταμέλητος]], [[which]] [[see]]; ([[Philo]] de praem. et poen. § 3).)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αμετανόητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, [[αμεταμέλητος]], [[αδιόρθωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί [[κανείς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετανοῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμετανοησία</i>].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετανόητος Medium diacritics: ἀμετανόητος Low diacritics: αμετανόητος Capitals: ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: ametanóētos Transliteration B: ametanoētos Transliteration C: ametanoitos Beta Code: a)metano/htos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀμεταμέλητος 1, Luc.Abd.11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al.    II Act., unrepentant, Ep.Rom.2.5, Arr.Epict.25. Adv. -τως PStrassb.29 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 122] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, καρδία N. T. – 2) nicht zu bereuen, = βέβαιος, Luc Abd. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετανόητος: -ον, = ἀμεταμέλητος I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne cause pas de regret;
2 qui ne se repent pas.
Étymologie: ἀ, μετανοέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lo que uno no se arrepiente, irrevocable ὁμολογῶ χαρίζεσθ[αι] σοὶ χάριτι ἀναφαιρέτῳ καὶ ἀμετανοήτῳ PGrenf.2.68.4 (III a.C.), ὅταν βέλτιόν τι γίνηται καὶ ἀμετανόητον ᾖ Plot.6.7.26, ἀ. καὶ ἀκοπίατος ... ἄνοδος Vett.Val.263.16, λόγος Vett.Val.150.29
firme, seguro ἀνάληψις Luc.Abd.11, μετάνοια Clem.Al.Strom.2.13.57, χωρισμός Clem.Al.Strom.5.11.67.
2 que no tiene remordimientos, que no se arrepiente ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις Ep.Rom.2.5, ἀ. καὶ ἀνεύθυνος διαγενήσῃ terminarás tu vida sin remordimientos y sin cuentas que saldar Arr.Epict.Fr.25
subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento Chrys.M.53.221
neutr. plu. como adv. sin arrepentimiento Ephr.Syr.3.55D.
II adv. -ως sin arrepentirse, PStras.79.9 (I a.C.), 29.31 (III a.C.).

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μετανοέω; unrepentant: impenitent.

English (Thayer)

(μετανοέω, which see), admitting no change of mind (amendment), unrepentant, impenitent: Lucian, Abdic. 11 (passively), equivalent to ἀμεταμέλητος, which see; (Philo de praem. et poen. § 3).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αμετανόητος, -ον)
αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετανοῶ.
ΠΑΡ. ἀμετανοησία].