παραδιατριβή: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(T22)
(30)
Line 10: Line 10:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=παραδιατριβης, ἡ, [[useless]] [[occupation]], [[empty]] [[business]], misemployment ([[see]] [[παρά]], IV:2): (cf. Winer s Grammar, 102 (96)), [[see]] [[διαπαρατριβή]]. Not [[found]] [[elsewhere]]; (cf. [[παραδιατυπόω]] in Justinian (in Koumanoudes, Λεξεις ἀθησαυρος, [[under]] the [[word]])).
|txtha=παραδιατριβης, ἡ, [[useless]] [[occupation]], [[empty]] [[business]], misemployment ([[see]] [[παρά]], IV:2): (cf. Winer s Grammar, 102 (96)), [[see]] [[διαπαρατριβή]]. Not [[found]] [[elsewhere]]; (cf. [[παραδιατυπόω]] in Justinian (in Koumanoudes, Λεξεις ἀθησαυρος, [[under]] the [[word]])).
}}
{{grml
|mltxt=ή, Α<br />ανώφελη [[συζήτηση]] ή μάταιη [[ασχολία]] («παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῡν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- [[διατριβή]] (<span style="color: red;"><</span> [[διατρίβω]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, unnütze Beschäftigung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιατρῐβή: ἡ, ἀνωφελής, ματαία συζήτησις, ἴδε διαπαρατριβή.

English (Strong)

from a compound of παρά and διατρίβω; misemployment, i.e. meddlesomeness: perverse disputing.

English (Thayer)

παραδιατριβης, ἡ, useless occupation, empty business, misemployment (see παρά, IV:2): (cf. Winer s Grammar, 102 (96)), see διαπαρατριβή. Not found elsewhere; (cf. παραδιατυπόω in Justinian (in Koumanoudes, Λεξεις ἀθησαυρος, under the word)).

Greek Monolingual

ή, Α
ανώφελη συζήτηση ή μάταιη ασχολία («παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῡν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- διατριβή (< διατρίβω)].