οἰκοδεσπότης: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(T22) |
(28) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=οἰκοδεσπότου, ὁ ([[οἶκος]], [[δεσπότης]]), [[master]] of a [[house]], householder: [[ἄνθρωπος]] [[οἰκοδεσπότης]] ([[see]] [[ἄνθρωπος]], 4a.), [[οἰκοδεσπότης]] τῆς οἰκίας, Winer s Grammar, § 65,2. (Alexis, a [[comic]] [[poet]] of the 399-300 B.C.> IV. [[century]] B.C. quoted in [[Pollux]] 10,4, 21; Josephus, contra Apion 2,11, 3; [[Plutarch]], quaest. Romans 30; Ignatius ad Ephesians 6 [ET]. Lob. ad Phryn., p. 313shows [[that]] the earlier Greeks said οἴκου or οἰκίας [[δεσπότης]].) | |txtha=οἰκοδεσπότου, ὁ ([[οἶκος]], [[δεσπότης]]), [[master]] of a [[house]], householder: [[ἄνθρωπος]] [[οἰκοδεσπότης]] ([[see]] [[ἄνθρωπος]], 4a.), [[οἰκοδεσπότης]] τῆς οἰκίας, Winer s Grammar, § 65,2. (Alexis, a [[comic]] [[poet]] of the 399-300 B.C.> IV. [[century]] B.C. quoted in [[Pollux]] 10,4, 21; Josephus, contra Apion 2,11, 3; [[Plutarch]], quaest. Romans 30; Ignatius ad Ephesians 6 [ET]. Lob. ad Phryn., p. 313shows [[that]] the earlier Greeks said οἴκου or οἰκίας [[δεσπότης]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[οἰκοδεσπότης]])<br />ο [[αρχηγός]] της οικογένειας, ο [[κύριος]] του σπιτιού, ο [[νοικοκύρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντόπιος]] [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο [[πλανήτης]] που επικρατεί [[κάθε]] [[φορά]] στον ζωδιακό κύκλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.) : metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg.954b : so οἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32, cf. Phryn.348). 2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11. II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεσπότης ἢ κύριος οἴκου ἢ οἰκογενείας, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 6, συχν. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀλλά: οἰκίας δεσπότης ἔλεγον κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 954Β· οὕτως, οἴκου δ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 373. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ ἕκαστον σημεῖον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ἦτο οἶκος διὰ τὸν πλανήτην, ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸ ζῴδιον ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιδρῶν εἰς τοὺς μῆνας καὶ τὰς ἡμέρας ἐφ’ ὅσον ἐκυρίευε· τοῦτο ἐλέγετο οἰκοδεσποτεῖν, καὶ ὁ κυριεύων πλανήτης οἰκοδεσπότης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 maître de maison, chef de famille;
2 qui exerce une influence prédominante dans son domaine en parl. des signes du zodiaque.
Étymologie: οἶκος, δεσπότης.
English (Strong)
from οἶκος and δεσπότης; the head of a family: goodman (of the house), householder, master of the house.
English (Thayer)
οἰκοδεσπότου, ὁ (οἶκος, δεσπότης), master of a house, householder: ἄνθρωπος οἰκοδεσπότης (see ἄνθρωπος, 4a.), οἰκοδεσπότης τῆς οἰκίας, Winer s Grammar, § 65,2. (Alexis, a comic poet of the 399-300 B.C.> IV. century B.C. quoted in Pollux 10,4, 21; Josephus, contra Apion 2,11, 3; Plutarch, quaest. Romans 30; Ignatius ad Ephesians 6 [ET]. Lob. ad Phryn., p. 313shows that the earlier Greeks said οἴκου or οἰκίας δεσπότης.)
Greek Monolingual
ο (Α οἰκοδεσπότης)
ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο νοικοκύρης
αρχ.
1. ντόπιος κυβερνήτης
2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης.