ἱκανότης: Difference between revisions

From LSJ
(T22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἱκανητος, ἡ, [[sufficiency]], [[ability]] or competency to do a [[thing]]: [[Plato]], [[Lysias]] (p. 215. a.) quoted in [[Pollux]]; (others).)  
|txtha=ἱκανητος, ἡ, [[sufficiency]], [[ability]] or competency to do a [[thing]]: [[Plato]], [[Lysias]] (p. 215. a.) quoted in [[Pollux]]; (others).)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱκᾰνότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[επάρκεια]], [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[ικανότητα]], [[επαρκής]] [[αριθμός]], [[παροχή]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνότης Medium diacritics: ἱκανότης Low diacritics: ικανότης Capitals: ΙΚΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: hikanótēs Transliteration B: hikanotēs Transliteration C: ikanotis Beta Code: i(kano/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a.    II a sufficiency, παίδων Id.Lg.930c.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκανότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἱκανός, ἁρμόδιος, πρόσφορος, Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. ἐπάρκεια, ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
suffisance :
1 quantité ou longueur suffisante;
2 aptitude, capacité.
Étymologie: ἱκανός.

English (Strong)

from ἱκανός; ability: sufficiency.

English (Thayer)

ἱκανητος, ἡ, sufficiency, ability or competency to do a thing: Plato, Lysias (p. 215. a.) quoted in Pollux; (others).)

Greek Monotonic

ἱκᾰνότης: -ητος, ἡ,
I. επάρκεια, αρμοδιότητα, καταλληλότητα, σε Πλάτ.
II. ικανότητα, επαρκής αριθμός, παροχή, στον ίδ.