κατοικητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(T22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κατοικητηρίου, τό ([[κατοικέω]]), an [[abode]], a [[habitation]]: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and [[other]] ecclesiastical writings.)  
|txtha=κατοικητηρίου, τό ([[κατοικέω]]), an [[abode]], a [[habitation]]: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and [[other]] ecclesiastical writings.)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατοικητήριον:''' τό, [[τόπος]] κατοικήσεως, [[κατοικία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικητήριον Medium diacritics: κατοικητήριον Low diacritics: κατοικητήριον Capitals: ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: katoikētḗrion Transliteration B: katoikētērion Transliteration C: katoikitirion Beta Code: katoikhth/rion

English (LSJ)

τό,

   A dwellingplace, abode, LXX Ex.12.20; κ. θεοῦ, δαιμονίων, Ep.Eph.2.22, Apoc. 18.2.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, Wohnort, Aufenthaltsort, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β', 22, Ἀποκ. ιη', 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d’habitation, résidence, séjour.
Étymologie: κατοικέω.

English (Strong)

from a derivative of κατοικέω; a dwelling-place: habitation.

English (Thayer)

κατοικητηρίου, τό (κατοικέω), an abode, a habitation: Sept.; the Epistle of Barnabas (6,15 [ET]); 16,7, 8 [ET], and other ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

κατοικητήριον: τό, τόπος κατοικήσεως, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη