ψευδάδελφος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(47c)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που προσποιείται τον αδελφό κάποιου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άτομο]] που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ [[αδελφός]], ως [[χριστιανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που προσποιείται τον αδελφό κάποιου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[άτομο]] που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ [[αδελφός]], ως [[χριστιανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀδελφός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψευδάδελφος:''' ὁ, [[ψευδής]] ή [[δόλιος]] [[αδελφός]], [[ψευτοχριστιανός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδάδελφος Medium diacritics: ψευδάδελφος Low diacritics: ψευδάδελφος Capitals: ΨΕΥΔΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: pseudádelphos Transliteration B: pseudadelphos Transliteration C: psevdadelfos Beta Code: yeuda/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A false brother, pretended Christian, 2 Ep.Cor. 11.26, Ep.Gal.2.4, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher, unächter Bruder, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάδελφος: ὁ, ψευδὴς ἀδελφὸς, προσποιούμενος τὸν Χριστιανὸν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux frère.
Étymologie: ψευδής, ἀδελφός.

English (Strong)

from ψευδής and ἀδελφός; a spurious brother, i.e. pretended associate: false brethren.

English (Thayer)

ψευδαδελφου, ὁ (ψευδής and ἀδελφός), a false brother, i. e. one who ostentatiously professes to be a Christian, but is destitute of Christian knowledge and piety: Galatians 2:4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου
2. (κατ' επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀδελφός.

Greek Monotonic

ψευδάδελφος: ὁ, ψευδής ή δόλιος αδελφός, ψευτοχριστιανός, σε Καινή Διαθήκη