βουλυτός: Difference between revisions
(big3_9) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βουλῡτός) -οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. -οῖο Sulp.Max.15]<br />[[la hora de desuncir los bueyes]] e.e. [[el atardecer]] β. ἢ περαιτέρω; Ar.<i>Au</i>.1500, cf. A.R.3.1342, Luc.<i>Cat</i>.1, Philostr.<i>Im</i>.2.24.2, <i>Her</i>.78.7, Ael.<i>NA</i> 13.1, <i>Fr</i>.98, Arr.<i>Ind</i>.41.6, <i>Hist.inc</i>.5, <i>An</i>.2.3.3, Hld.2.19.6, Q.S.7.621, ὑπό τ' ἀστέρα βουλυτοῖο del lucero de la tarde, Sulp.Max.l.c. | |dgtxt=(βουλῡτός) -οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. -οῖο Sulp.Max.15]<br />[[la hora de desuncir los bueyes]] e.e. [[el atardecer]] β. ἢ περαιτέρω; Ar.<i>Au</i>.1500, cf. A.R.3.1342, Luc.<i>Cat</i>.1, Philostr.<i>Im</i>.2.24.2, <i>Her</i>.78.7, Ael.<i>NA</i> 13.1, <i>Fr</i>.98, Arr.<i>Ind</i>.41.6, <i>Hist.inc</i>.5, <i>An</i>.2.3.3, Hld.2.19.6, Q.S.7.621, ὑπό τ' ἀστέρα βουλυτοῖο del lucero de la tarde, Sulp.Max.l.c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βουλυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) <i>βουλυτόνδε</i><br />[[κατά]] το [[δειλινό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>βουλῡτός</i> (ενν. [[καιρός]]) (<b>Αριστοφ.</b>, μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> <i>λύω</i>, μέσω ενός επιθήματος -<i>το</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμαξ</i>-<i>ι</i>-<i>τός</i>, <i>ακμό</i>-<i>θε</i>-<i>τον</i> κ.λπ. (για τη [[μακρότητα]] του -<i>ῡ</i>- αντι -<i>ῦ</i>- του <i>βουλῡτός</i> <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sol</i><i>ū</i><i>tus</i>). To επίρρ. <i>βουλυτόνδε</i> αποτελεί ομηρική λ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. καιρός), ὁ,
A time for unyoking oxen (early afternoon, Hld.2.19, cf. Eust.1614.44, but evening, Ael.NA13.1, cf. Philostr.Her.19.20), Ar.Av.1500, A.R.3.1342, Luc.Cat.1, etc.; ὑπὸ . . ἀστέρα βουλυτοῖο IG14.2012.15 (Sulp. Max.): —Hom. only in Adv. βουλῡτόνδε, Il.16.779, Od.9.58.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, die Tageszeit des Ochsenausspannens, der Abend, Ar. Av. 1500; Ap. Rh. 3, 1342; Luc. Catapl. 1. – Hom. nur βουλυτόνδε, gegen Abend, zweimal, Iliad. 16, 779 Odyss. 9, 58 ἦμος δ' ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Gegensatz zu ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει und zu ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
βουλῡτός: (ἐνν. καιρός), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, ἑσπέρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342˙ ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15˙ -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
s.e. καιρός;
heure où l’on dételle les bœufs, soir.
Étymologie: βοῦς, λύω.
Spanish (DGE)
(βουλῡτός) -οῦ, ὁ
• Morfología: [ép. gen. -οῖο Sulp.Max.15]
la hora de desuncir los bueyes e.e. el atardecer β. ἢ περαιτέρω; Ar.Au.1500, cf. A.R.3.1342, Luc.Cat.1, Philostr.Im.2.24.2, Her.78.7, Ael.NA 13.1, Fr.98, Arr.Ind.41.6, Hist.inc.5, An.2.3.3, Hld.2.19.6, Q.S.7.621, ὑπό τ' ἀστέρα βουλυτοῖο del lucero de la tarde, Sulp.Max.l.c.
Greek Monolingual
βουλυτός, ο (Α)
1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα
2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε
κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός επιθήματος -το- πρβλ. αμαξ-ι-τός, ακμό-θε-τον κ.λπ. (για τη μακρότητα του -ῡ- αντι -ῦ- του βουλῡτός πρβλ. λατ. solūtus). To επίρρ. βουλυτόνδε αποτελεί ομηρική λ.].