δυσπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
|dgtxt=-ον<br />[[implacable]], [[inexorable]] τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.<i>AI</i> 16.151 (cód., v. [[δυσπαραίτητος]]), [[ἀτελεύτητος]] δὲ [[δυσαξίωτος]], δ. Sch.S.<i>OT</i> 334P., glos. a [[δυσπαραίτητος]] Sch.A.<i>Pr</i>.34D., [[ἀναίδεια]] Sch.Er.<i>Il</i>.1.225c.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσπαράκλητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, [[σκληρός]], [[άτεγκτος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ουσ) <i>τὸ δυσπαράκλητον</i><br />[[σκληρότητα]], [[ακαμψία]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράκλητος Medium diacritics: δυσπαράκλητος Low diacritics: δυσπαράκλητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparáklētos Transliteration B: dysparaklētos Transliteration C: dysparaklitos Beta Code: duspara/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.

Spanish (DGE)

-ον
implacable, inexorable τὸ σκληρὸν καὶ τὸ δ. τοῦ τρόπου I.AI 16.151 (cód., v. δυσπαραίτητος), ἀτελεύτητος δὲ δυσαξίωτος, δ. Sch.S.OT 334P., glos. a δυσπαραίτητος Sch.A.Pr.34D., ἀναίδεια Sch.Er.Il.1.225c.

Greek Monolingual

δυσπαράκλητος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν επηρεάζεται από παρακλήσεις, σκληρός, άτεγκτος
2. (το ουδ. ως ουσ) τὸ δυσπαράκλητον
σκληρότητα, ακαμψία.