ἐλαττονάκις: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_6) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλαττονάκις''': ἐπίρρ., «ὀλιγώτεραις φοραῖς», ἀντίθετον τῷ [[μειζονάκις]] καὶ [[πλεονάκις]]. πᾶς (ἀριθμός) ὃς [[ἀδύνατος]] [[ἴσος]] [[ἰσάκις]] γενέσθαι, ἀλλ’ ἢ [[πλείων]] [[ἐλαττονάκις]] ἢ [[ἐλάττων]] [[πλεονάκις]] γίγνεται Πλάτ. Θεαίτ. 148ΑϏ ὀλιγώτερον, σπανιώτερον, Ἀριστ. Προβλ. 5. 22. | |lstext='''ἐλαττονάκις''': ἐπίρρ., «ὀλιγώτεραις φοραῖς», ἀντίθετον τῷ [[μειζονάκις]] καὶ [[πλεονάκις]]. πᾶς (ἀριθμός) ὃς [[ἀδύνατος]] [[ἴσος]] [[ἰσάκις]] γενέσθαι, ἀλλ’ ἢ [[πλείων]] [[ἐλαττονάκις]] ἢ [[ἐλάττων]] [[πλεονάκις]] γίγνεται Πλάτ. Θεαίτ. 148ΑϏ ὀλιγώτερον, σπανιώτερον, Ἀριστ. Προβλ. 5. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐλαττονάκις]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> λιγότερες φορές<br /><b>2.</b> σπανιότερα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A fewer times, multiplied by a less number, opp. πλεονάκις, Pl.Tht.148a. 2 less frequently, Arist.Mete.368b25.
German (Pape)
[Seite 790] seltener, weniger oft; Plat. Theaet. 148 a; Arist. Probl. 5, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαττονάκις: ἐπίρρ., «ὀλιγώτεραις φοραῖς», ἀντίθετον τῷ μειζονάκις καὶ πλεονάκις. πᾶς (ἀριθμός) ὃς ἀδύνατος ἴσος ἰσάκις γενέσθαι, ἀλλ’ ἢ πλείων ἐλαττονάκις ἢ ἐλάττων πλεονάκις γίγνεται Πλάτ. Θεαίτ. 148ΑϏ ὀλιγώτερον, σπανιώτερον, Ἀριστ. Προβλ. 5. 22.
Greek Monolingual
ἐλαττονάκις (Α)
επίρρ.
1. λιγότερες φορές
2. σπανιότερα.