ἐκσκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[privar de aperos]] en v. pas. ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη D.30.30.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[llevarse]] χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9<br /><b class="num">•</b>[[saquear]] οἴκους I.<i>BI</i> 4.404.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[privar de aperos]] en v. pas. ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη D.30.30.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[llevarse]] χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9<br /><b class="num">•</b>[[saquear]] οἴκους I.<i>BI</i> 4.404.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκσκευάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[απογυμνώνω]] από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ [[γεωργία]] ἐξεσκευάσθη», Δημ.)<br /><b>2.</b> [[διαρπάζω]], [[λεηλατώ]]<br /><b>3.</b> <b>μεσ.</b> [[μεταφέρω]], [[διακομίζω]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσκευάζω Medium diacritics: ἐκσκευάζω Low diacritics: εκσκευάζω Capitals: ΕΚΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: ekskeuázō Transliteration B: ekskeuazō Transliteration C: ekskevazo Beta Code: e)kskeua/zw

English (LSJ)

   A disfurnish of tools and implements, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30 :—Med., carry away with one, χρήματα εἰς Σοῦσα Str.15.3.9 ; plunder, οἴκους J.BJ4.7.2 :—Pass., ἐξεσκευασμένος f.l. for ἐν-, Plu.Cleom.37.

German (Pape)

[Seite 778] Geräthe wegschaffen; ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη, wurde der Geräthschaften beraubt, Dem. 30, 30; im med., Strab. XV p. 730.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσκευάζω: ἀπογυμνῶ τῶν σκευῶν καὶ ἐργαλείων, ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη Δημ. 872. 11. - Μέσ., μετακομίζω, πάντα δὲ τὰ ἐν Περσίδι χρήματα ἐξεσκευάσατο εἰς τὰ Σοῦσα Στράβων 730.

French (Bailly abrégé)

enlever le mobilier ou les instruments ; Pass. être pillé;
Moy. ἐκσκευάζομαι enlever et transporter avec soi (son mobilier, sa fortune, etc.).
Étymologie: ἐκ, σκευάζω.

Spanish (DGE)

1 privar de aperos en v. pas. ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη D.30.30.
2 en v. med. llevarse χρήματα εἰς τὰ Σοῦσα Str.15.3.9
saquear οἴκους I.BI 4.404.

Greek Monolingual

ἐκσκευάζω (Α)
1. απογυμνώνω από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη», Δημ.)
2. διαρπάζω, λεηλατώ
3. μεσ. μεταφέρω, διακομίζω.