ἐνοικητήριον: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό [[habitación]]de una casa, Poll.1.73. | |dgtxt=-ου, τό [[habitación]]de una casa, Poll.1.73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνοικητήριον]], το (Α) [[ενοικώ]]<br />[[τόπος]] για [[κατοικία]], [[οίκημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A abode, Poll.1.73.
German (Pape)
[Seite 849] τό, Wohnort, Poll. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικητήριον: τό, οἰκητήριον, οἴκημα, Πολυδ. Α΄, 73.
Spanish (DGE)
-ου, τό habitaciónde una casa, Poll.1.73.
Greek Monolingual
ἐνοικητήριον, το (Α) ενοικώ
τόπος για κατοικία, οίκημα.