ἐπιρρώομαι: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[ῥώομαι]], ipf. ἐπερρώοντο, plied [[their]] [[toil]] at the milis, Od. 20.107; aor. [[ἐπερρώσαντο]], flowed [[down]]; χαῖται, Il. 1.529. | |auten=see [[ῥώομαι]], ipf. ἐπερρώοντο, plied [[their]] [[toil]] at the milis, Od. 20.107; aor. [[ἐπερρώσαντο]], flowed [[down]]; χαῖται, Il. 1.529. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιρρώομαι]] (αρχ. επικ. ενεστ. [[αντί]] ἐπιρρώνυμαι) (Α) [[ρώομαι]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] όλες μου τις δυνάμεις, [[εργάζομαι]] εντατικά («μύλαι [[εἵατο]]..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτες) [[κωπηλατώ]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>3.</b> (με δοτ. προσ.) [[ακολουθώ]] με ζήλο<br /><b>4.</b> (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῑται [[ἐπερρώσαντο]] ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:31, 29 September 2017
English (LSJ)
old Ep. pres.: aor.1 Med. ἐπερρώσαντο:—
A apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., [μύλαις] δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες worked with might and main at the mill, Od.20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι A.R.2.661. 2. move nimbly, ποσσὶν ἐπερρώσαντο Hes.Th.8, cf. A.R.1.385 (tm.): c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην urge the rapid dance, AP9.403 (Maec.). 3. follow rapidly, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Coluth.101. II. flow or stream upon (one's head), χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο his locks flowed waving from his head, Il.1.529; πλοχμοὶ . . ἐπερρώοντο κιόντι A.R.2.677.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρώομαι: παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ ἐπερρώσαντο: - χύνομαι ἐπάνωθεν, ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς κόμης ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν ἐπερρώσαντο, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἐπιτεταμένως καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, κάμε τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ ταχέως, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. καταβάλλω πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, ἐργάζομαι μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι εἵατο ποιμένι λαῶν· τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· ὁμῶς δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. ῥώομαι.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπερρωόμην;
s’agiter vivement, se démener : μύλαις δώδεκα ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; en parl. de cheveux flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.
English (Autenrieth)
see ῥώομαι, ipf. ἐπερρώοντο, plied their toil at the milis, Od. 20.107; aor. ἐπερρώσαντο, flowed down; χαῖται, Il. 1.529.
Greek Monolingual
ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) ρώομαι
1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.)
2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου
3. (με δοτ. προσ.) ακολουθώ με ζήλο
4. (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῑται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», Ομ. Ιλ.).