εὔειρος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une belle laine, d’une laine abondante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[εἶρος]].
|btext=ος, ον :<br />d’une belle laine, d’une laine abondante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[εἶρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔειρος]] και αττ. τ. [[εὔερος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει καλό [[έριο]], [[μαλλί]], ο [[βαθύμαλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[είρος]] «[[μαλλί]]»].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔειρος Medium diacritics: εὔειρος Low diacritics: εύειρος Capitals: ΕΥΕΙΡΟΣ
Transliteration A: eúeiros Transliteration B: eueiros Transliteration C: eyeiros Beta Code: eu)/eiros

English (LSJ)

ον, (εἶρος, ἔριον)

   A with or of good wool, fleecy, Hp.Mul.2.187 (Sup.), AP7.657 (Leon.):—Att. εὔερος (cf. Phryn. 122) S.Tr.675 (Lob. for εὐείρῳ); εὔερόν τ' ἄγραν (Schneidew. for εὔκερών τ') Id.Aj. 297; εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ar.Av.121; γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν Cratin. 175: heterocl. acc. pl. εὔειρας v.l. for ἐτῆρας, S.Fr.751.

German (Pape)

[Seite 1064] schönwollig, Hippocr.; οἶες, Leon. Tar. 98 (VII, 657). S. εὔερος,

Greek (Liddell-Scott)

εὔειρος: -ον, (εἶρος, ἔριον) ἔχων ἔριον καλὸν ἢ ἐκ καλοῦ ἐρίου, Ἱππ. 666. 41 (ἐν τῷ ὑπερθ.), Ἀνθ. Π. 7. 657: - Ἀττ. εὔερος Σοφ. Τρ. 675 (κατὰ Λοβέκ. ἀντὶ εὐείρου)· εὔερόν τ’ ἄγραν, δηλ. πρόβατα, (εὔερον κατὰ Schneidew., εὔκερών τ’, κατὰ τὰ ἀντίγραφα) ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 297, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· εἴ τινα πόλιν φράσειας ἡμῖν εὔερον Ἀριστοφ. Ὄρν. 121· γλῶσσαν εὐέρων βοτῶν, «οἷον μαλακὴν ὥσπερ σισύραν εὐέρτον» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ άνωτ.), Κρατῖνος ἐν «Πυλαίᾳ» 6. - Περὶ τοῦ Ἀττ. τύπου ἴδε Φρύν. 146 καὶ Λοβ. ἐν τόπῳ· περὶ δὲ τῆς ἑτερόκλ. αἰτ. εὔειρας ἀντὶ εὐέρους ἴδε ἐν λ. ἐτήρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une belle laine, d’une laine abondante.
Étymologie: εὖ, εἶρος.

Greek Monolingual

εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»].