ζῳδιακός: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les constellations d’animaux : ζῳδιακὸς [[κύκλος]] PLUT le zodiaque.<br />'''Étymologie:''' [[ζῴδιον]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les constellations d’animaux : ζῳδιακὸς [[κύκλος]] PLUT le zodiaque.<br />'''Étymologie:''' [[ζῴδιον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζῳδιακός]], -ή, -όν) [[ζῴδιον]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρον.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ζωδιακός]] [[κύκλος]]» — ουράνια [[ζώνη]] πλάτους 17° που διαιρείται σε [[δώδεκα]] ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται [[εκατέρωθεν]] της εκλειπτικής, [[μέσα]] στην οποία βρίσκονται [[πάντοτε]] κινούμενοι ο [[ήλιος]], η [[σελήνη]] και οι πλανήτες<br />β) «ζωδιακό φως» — [[κώνος]] αμυδρού φωτός που παρατηρείται στα εύκρατα κλίματα [[κατά]] την περίοδο τών ισημεριών [[μετά]] το [[λυκόφως]] και [[πριν]] από το [[λυκαυγές]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζῳδιακῶς</i> (Α)<br />από ζωδιακή [[άποψη]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳδιᾰκός Medium diacritics: ζῳδιακός Low diacritics: ζωδιακός Capitals: ΖΩΔΙΑΚΟΣ
Transliteration A: zōidiakós Transliteration B: zōdiakos Transliteration C: zodiakos Beta Code: zw|diako/s

English (LSJ)

ή, όν, (ζῴδιον)

   A of or for ζῴδια, ζῳδιακός (with or without κύκλος), ὁ, the Zodiac, Eudem. ap. Theo Sm.p.198H., Phld.Mus.p.100 K., Cleom.1.4, al., D.S.2.31, etc.; also ἡ ζῳδιακή (sc. ὁδός) Man.4.168. Adv. -κῶς Ptol.Tetr.198, Vett.Val.22.12, PMich.in Class.Phil. 22.13.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳδιακός: -ή, -όν, (ζῴδιον) ὁ ἀνήκων εἰς ζῷα ζῳδιακὸς (ἐνν. κύκλος), ὁ, Εὔδημ. παρὰ Θέωνι Σμυρν. π. Ἀστρ. 40, Κλεομήδ. 1. 2, Στοβ. Ἐκλ. 1. 512˙ καλούμενος ὁ κύκλος ὁ τῶν ζῳδίων Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 7˙ ἢ ὁ τῶν ζῳδίων κ. αὐτόθι 1. 8, 3 καὶ 4˙ ὡσαύτως ἡ ζῳδιακὴ (ἐνν. ὁδὸς) Μανέθων 4. 168.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les constellations d’animaux : ζῳδιακὸς κύκλος PLUT le zodiaque.
Étymologie: ζῴδιον.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζῳδιακός, -ή, -όν) ζῴδιον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια
νεοελλ.
αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» — ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν της εκλειπτικής, μέσα στην οποία βρίσκονται πάντοτε κινούμενοι ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες
β) «ζωδιακό φως» — κώνος αμυδρού φωτός που παρατηρείται στα εύκρατα κλίματα κατά την περίοδο τών ισημεριών μετά το λυκόφως και πριν από το λυκαυγές.
επίρρ...
ζῳδιακῶς (Α)
από ζωδιακή άποψη.