ἱεροβοτάνη: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(6_4) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροβοτάνη''': ᾰ, ἡ, ἱερὰ [[βοτάνη]], ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς [[φυλακτήριον]]· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ [[βοτάνη]], ὡς συνώνυμον τῷ [[περιστερεών]]. | |lstext='''ἱεροβοτάνη''': ᾰ, ἡ, ἱερὰ [[βοτάνη]], ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς [[φυλακτήριον]]· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ [[βοτάνη]], ὡς συνώνυμον τῷ [[περιστερεών]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἱεροβοτάνη]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] του γένους βερβένα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βοτάνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = ἱερὰ βοτάνη (cf. βοτάνη), Isid.Etym.17.9.55.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροβοτάνη: ᾰ, ἡ, ἱερὰ βοτάνη, ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν οὕτως ἐπειδὴ ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς φυλακτήριον· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ βοτάνη, ὡς συνώνυμον τῷ περιστερεών.
Greek Monolingual
η (Α ἱεροβοτάνη)
ονομασία φυτών του γένους βερβένα
αρχ.
το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + βοτάνη.