καθελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl.pqp. Pass. ion.</i> [[κατειλίχατο]];<br />envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλίσσω]].
|btext=<i>3ᵉ pl.pqp. Pass. ion.</i> [[κατειλίχατο]];<br />envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καθελίσσω]], ιων. τ. [[κατειλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τραύμα]], [[σώμα]] ή [[μέλος]] σώματος) [[τυλίγω]] με [[κάτι]], [[περιτυλίγω]] («κατειλίσσουσι πᾱν αὐτοῡ τὸ [[σῶμα]] σινδόνος... τελαμῶσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) [[σύρω]], [[τραβώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλίσσω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλιξ]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθελίσσω Medium diacritics: καθελίσσω Low diacritics: καθελίσσω Capitals: ΚΑΘΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: kathelíssō Transliteration B: kathelissō Transliteration C: kathelisso Beta Code: kaqeli/ssw

English (LSJ)

Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.),

   A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος . . τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-) ; καττίτερον . . κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι . . κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις . . καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8.    II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.

Greek (Liddell-Scott)

καθελίσσω: Ἰων. κατειλίσσω, τυλίσσω τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) αὐτόθι 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl.pqp. Pass. ion. κατειλίχατο;
envelopper.
Étymologie: κατά, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α)
1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾱν αὐτοῡ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.)
2. (για φίδι) σύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλίσσω (< ἕλιξ)].