καταρτισμός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(T22)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=καταρτισμου, ὁ, equivalent to [[κατάρτισις]], [[which]] [[see]]: τίνος [[εἰς]] τί, Galen, others.))  
|txtha=καταρτισμου, ὁ, equivalent to [[κατάρτισις]], [[which]] [[see]]: τίνος [[εἰς]] τί, Galen, others.))  
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[καταρτισμός]]) [[καταρτίζω]]<br />1.η [[συγκρότηση]] ενός πράγματος η [[προπαρασκευή]] («[[καταρτισμός]] λόχου»)<br /><b>2.</b> η [[απόκτηση]] γνώσεων, η [[αγωγή]], η [[μόρφωση]] («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς [[ἔργον]] διακονίας», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανόρθωση]]<br /><b>2.</b> η [[επαναφορά]] εξαρθρωμένου μέλους<br /><b>3.</b> η [[εδραίωση]], η [[στερέωση]]<br /><b>4.</b> η [[διευθέτηση]], ο [[διακανονισμός]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρτισμός Medium diacritics: καταρτισμός Low diacritics: καταρτισμός Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katartismós Transliteration B: katartismos Transliteration C: katartismos Beta Code: katartismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12.    II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.).    III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.).    IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.

German (Pape)

[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.

English (Strong)

from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.

English (Thayer)

καταρτισμου, ὁ, equivalent to κατάρτισις, which see: τίνος εἰς τί, Galen, others.))

Greek Monolingual

ο (AM καταρτισμός) καταρτίζω
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευήκαταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.