ἀσαλής: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀσᾰλής) -ές<br />[[despreocupado]] ἀ. θεόθεν μανία A.<i>Fr</i>.319.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de σάλος c. ἀ- priv. | |dgtxt=(ἀσᾰλής) -ές<br />[[despreocupado]] ἀ. θεόθεν μανία A.<i>Fr</i>.319.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de σάλος c. ἀ- priv. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσαλής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]] «[[φροντίδα]]» (<b>Ησύχ.</b>), με σχηματισμό [[κατά]] τα [[σύνθετα]] επίθετα σε -<i>ής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακηδής]], [[αναιδής]], [[ευανθής]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A unthinking, careless, μανία A.Fr.319; cf. ἀσάλειν.
German (Pape)
[Seite 368] ές, dasselbe, Aesch. frg. 368 μανία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰλής: -ές, = τῷ προηγ., «ἀσαλής, ἡ ἄφροντις, ἡ μηδενὸς φροντίζουσα· σάλη γὰρ ἡ φροντίς. ἀσαλὴς ὁ ἀμέριμνος, Αἰσχύλος, «ἀσαλὴς μανία»: οὕτως Ἡρωδιανὸς καὶ Ἀπολλόδωρος» Ἐτυμ. Μ. 151, 47.
Spanish (DGE)
(ἀσᾰλής) -ές
despreocupado ἀ. θεόθεν μανία A.Fr.319.
• Etimología: Deriv. de σάλος c. ἀ- priv.
Greek Monolingual
ἀσαλής, -ές (Α)
αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σάλος «φροντίδα» (Ησύχ.), με σχηματισμό κατά τα σύνθετα επίθετα σε -ής (πρβλ. ακηδής, αναιδής, ευανθής κ.ά.)].