λικνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_1)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λικνίζω''': ([[λίκνον]]) = [[λικμάω]] «λιχνίζω»· [[ὡσαύτως]] λεικνίζω, Γλωσσ.
|lstext='''λικνίζω''': ([[λίκνον]]) = [[λικμάω]] «λιχνίζω»· [[ὡσαύτως]] λεικνίζω, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[λικνίζω]]) [[λίκνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κινώ]] παλινδρομικά την [[κούνια]] για να κοιμίσω το [[μωρό]] [[μέσα]] σ' αυτήν<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κινώ]] [[κάτι]] παλινδρομικά σαν [[κούνια]]<br /><b>3.</b> [[καθησυχάζω]], [[βαυκαλίζω]], [[αποκοιμίζω]] κάποιον με απατηλές ελπίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[λικμίζω]], [[λιχνίζω]].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικνίζω Medium diacritics: λικνίζω Low diacritics: λικνίζω Capitals: ΛΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: liknízō Transliteration B: liknizō Transliteration C: liknizo Beta Code: likni/zw

English (LSJ)

   A = λικμάω, PFay.102.30 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 47] = λικμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λικνίζω: (λίκνον) = λικμάω «λιχνίζω»· ὡσαύτως λεικνίζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λικνίζω) λίκνον
νεοελλ.
1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ' αυτήν
2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια
3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες
αρχ.
λικμίζω, λιχνίζω.