ἀκρωλένιον: Difference between revisions
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br />[[borde o ángulo de la red]] X.<i>Cyn</i>.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.<i>Or</i>.23.297a. | |dgtxt=-ου, τό<br />[[borde o ángulo de la red]] X.<i>Cyn</i>.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.<i>Or</i>.23.297a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκρωλένιον]], το (Α)<br /><b>1.</b> το [[άκρο]] της ωλένης, ο [[αγκώνας]]<br /><b>2.</b> η [[άκρη]] ή εξωτερική [[γωνία]] του κυνηγετικού διχτύου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρ</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[ὠλένη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A elbow of a net, i.e. outer angle of mesh, X.Cyn.2.6, Poll.5.29.
German (Pape)
[Seite 85] τό, Spitze des Ellnbogens, Poll. 2, 140. Bei Xen. Equ. 2, 7 bedeutet es Netzessaum u. ist wohl in ἀκρολίνιον zu ändern, obwohl Poll. 5, 29 es auch ἄρκυος μέρος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρωλένιον: τό, τὸ ἄκρον τοῦ ὤμου, ἡ ἀπόφυσις, ἀκρωμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· ἐπὶ ἵππου, αἱ ὠμοπλάται, Ξεν. Ἱπ. 1. 11· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 19· οὕτως ἀκρώμιον, το, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 5, 4· πρβλ. Greenhill, Θεόφιλ. 176, 13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
borde o ángulo de la red X.Cyn.2.6, 6.9, Poll.5.29, Them.Or.23.297a.
Greek Monolingual
ἀκρωλένιον, το (Α)
1. το άκρο της ωλένης, ο αγκώνας
2. η άκρη ή εξωτερική γωνία του κυνηγετικού διχτύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + ὠλένη.