ἀλκάζω: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(big3_3) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[combatir valerosamente]], <i>EM</i>α 879, 758.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[auxiliar]], [[asistir]] Hsch.η 380, cf. [[ἀλκάζω]]. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[combatir valerosamente]], <i>EM</i>α 879, 758.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[auxiliar]], [[asistir]] Hsch.η 380, cf. [[ἀλκάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλκάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κατά]] τους λεξικογράφους, [[πολεμώ]] με [[γενναιότητα]]<br /><b>2.</b> (μέσ. ἀλκάζομαι) [[αμύνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικό παράγωγο της ρίζας <i>ἀλκ</i>-, με την οποία συνδέονται [[επίσης]] και οι λ. [[ἄλαλκε]], [[ἀλκί]], [[ἀλκαθεῖν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄλκασμα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
A put forth strength or prowess, EM56.11, 66.10:—Med., ἠλκάζοντο· ἠμύνοντο, Hsch. ἀλκᾰθεῖν, poet. aor. (accented as pres. by Gramm., Phot.p.76R., AB383), assist, A.Fr.411, S.Fr.996.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκάζω: ἐφαρμόζω δύναμιν, θέτω εἰς ἐνέργειαν ἰσχύν, Ἐτυμ. Μ. 56. 11. 66. 10: ― Μέσ., ἠλκάζοντο, ἠμύνοντο, παρ’ Ἡσυχ.
Spanish (DGE)
1 combatir valerosamente, EMα 879, 758.
2 en v. med. auxiliar, asistir Hsch.η 380, cf. ἀλκάζω.
Greek Monolingual
ἀλκάζω (Α)
1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα
2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο της ρίζας ἀλκ-, με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκαθεῖν.
ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα].