ἀλλοιόστροφος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de estrofas desiguales]] ποίημα Heph.<i>Poëm</i>.5.3.
|dgtxt=-ον [[de estrofas desiguales]] ποίημα Heph.<i>Poëm</i>.5.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοιόστροφος]], -ον (Α)<br />([[ποίημα]]) [[χωρίς]] κανονική [[διάταξη]], [[χωρίς]] [[στροφή]] και [[αντιστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλλοῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>στρέ</i>-<i>φω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοιόστροφος Medium diacritics: ἀλλοιόστροφος Low diacritics: αλλοιόστροφος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: alloióstrophos Transliteration B: alloiostrophos Transliteration C: alloiostrofos Beta Code: a)lloio/strofos

English (LSJ)

ον,

   A of irregular strophes, i.e. not consisting of alternate strophe and antistrophe, Heph.Poeëm.5.

German (Pape)

[Seite 104] aus verschiedenen Strophen, Hephaest. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιόστροφος: -ον, ἐν τῇ λυρ. ποιήσει, ὁ ἔχων ἀκανονίστους στροφάς· δηλ. ὁ μὴ συνιστάμενος ἐκ διαδοχικῶν στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Ἡφαιστ. 9.

Spanish (DGE)

-ον de estrofas desiguales ποίημα Heph.Poëm.5.3.

Greek Monolingual

ἀλλοιόστροφος, -ον (Α)
(ποίημα) χωρίς κανονική διάταξη, χωρίς στροφή και αντιστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + -στροφός < στρέ-φω].