ἄμποτε: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=c. opt. (ἄν ποτε) [[ojalá que]] Sch.A.<i>Pr</i>.971. | |dgtxt=c. opt. (ἄν ποτε) [[ojalá que]] Sch.A.<i>Pr</i>.971. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και άμποτες <b>επιφών.</b> (Μ [[ἄμποτε]] και ἄμποτες)<br />[[είθε]], [[μακάρι]], ο Θεός να δώσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]]. Ο τ. απαντά για πρώτη [[φορά]], και [[μάλιστα]] με ευχετική [[σημασία]], ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] ἴδοιμι</i>) του στίχου 971 του <i>Προμηθέα</i> του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (<b>Αισχ.</b> Πρ. 971), [[καθώς]] [[επίσης]] και λίγο [[παρακάτω]] ως [[σχόλιο]] ([[ἄμποτε]] νοσοίην) της ευκτικής: <i>Νοσοῖμ</i>’ <i>ἄν</i> του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το <i>ἄν [[ποτέ]] «αν [[καμιά]] [[φορά]]», με [[παράλειψη]] της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. (<b>[[πρβλ]].</b> «αν [[ποτέ]] είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «[[άμποτε]] να είχα»). Στη νεοελλ. [[εκτός]] από [[επιφώνημα]] που εκφράζει [[ευχή]], χρησιμοποιείται [[ακόμη]] ως υποθετ. [[σύνδεσμος]] και ως ερωτηματικό [[μόριο]] που εκφράζει [[απορία]] ή [[ερώτηση]]. Παράλληλα υπάρχει και τ. <i>άμποτες</i>, ήδη μσν. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ποτέ]]<br /><i>ποτές</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
i. e. ἄν ποτε, with opt.,
A o that! Sch. rec. A.Pr.971.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμποτε: ὅ ἐ, ἄν ποτε, μετ’ εὐκτ., ὤ εἴθε! Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 971.
Spanish (DGE)
c. opt. (ἄν ποτε) ojalá que Sch.A.Pr.971.
Greek Monolingual
και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες)
είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) του στίχου 971 του Προμηθέα του Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι» (Αισχ. Πρ. 971), καθώς επίσης και λίγο παρακάτω ως σχόλιο (ἄμποτε νοσοίην) της ευκτικής: Νοσοῖμ’ ἄν του στίχου 978 του ιδίου έργου. Ο τ. προήλθε πιθ. από τους υποθετικούς λόγους τους εισαγόμενους με το ἄν ποτέ «αν καμιά φορά», με παράλειψη της αποδόσεως και με συμφυρμό με τα ευχετικά τύπου «να είχα», «να μπορούσα» κ.ά. (πρβλ. «αν ποτέ είχα, θα σού έδινα» κατέληξε «άμποτε να είχα»). Στη νεοελλ. εκτός από επιφώνημα που εκφράζει ευχή, χρησιμοποιείται ακόμη ως υποθετ. σύνδεσμος και ως ερωτηματικό μόριο που εκφράζει απορία ή ερώτηση. Παράλληλα υπάρχει και τ. άμποτες, ήδη μσν. (πρβλ. ποτέ
ποτές)].