ἀμφιθηγής: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές [[de doble filo]] σάγαρις <i>AP</i> 6.94 (Phil.). | |dgtxt=-ές [[de doble filo]] σάγαρις <i>AP</i> 6.94 (Phil.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφιθηγής]], -ές (Α)<br />ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A sharpened on both sides, two-edged, ξίφος S.Ant. 1309 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 139] zweischneidig, σάγαρις Philipp. 6 (VI, 94).
Spanish (DGE)
-ές de doble filo σάγαρις AP 6.94 (Phil.).
Greek Monolingual
ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].