ἀνασχετικός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν [[paciente]] Plu.2.31a. | |dgtxt=-ή, -όν [[paciente]] Plu.2.31a. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνασχετικός]], -ή, -όν)<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να φέρει [[ανάσχεση]], [[αναχαίτιση]], [[σταμάτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εγκαρτερεί, [[υπομονητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A enduring, patient, Plu.2.31a.
German (Pape)
[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν paciente Plu.2.31a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.