ἀνάμεστος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(big3_4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. ἀνάμεστη Eup.16<br />[[lleno de]] c. gen. χαρίτων <i>Lyr.Adesp</i>.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.<i>Nu</i>.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.<i>Gnom</i>.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.<i>Rh</i>.2.266, cf. <i>Piet</i>.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.<i>BI</i> 7.246, cf. Eun.<i>VS</i> 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.<i>in Hermog</i>.1.96.5. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. ἀνάμεστη Eup.16<br />[[lleno de]] c. gen. χαρίτων <i>Lyr.Adesp</i>.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.<i>Nu</i>.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.<i>Gnom</i>.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.<i>Rh</i>.2.266, cf. <i>Piet</i>.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.<i>BI</i> 7.246, cf. Eun.<i>VS</i> 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.<i>in Hermog</i>.1.96.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάμεστος]], -ον και -ος, -η, -ον)<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεστός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναμεστόω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναμεστώνω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον (fem.
A -τη Eup.16 codd.), filled full, τινός of a thing, Ar.Nu.984, Eup. l. c., Philum. ap. Aët.5.125, Phld.Piet.74, Man.4.82, Eun.VS p.454 B.; ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος D.25.32; βίος ἀ. ἰλύος Epict.Gnom.1.
German (Pape)
[Seite 198] (fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχθρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμεστος: η (;), ον, πλήρης, «γεμᾶτος», σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη (κατὰ Δινδόρφιον ἀνάμεστοι) Εὔπολ. ἐν «Αἰξί» 16, ― ἔχθρας πρὸς τὸν δῆμον ἀνάμεστος Δημ. 779. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rempli de, gén..
Étymologie: ἀνά, μέστος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): fem. ἀνάμεστη Eup.16
lleno de c. gen. χαρίτων Lyr.Adesp.95, σφυράδων Eup.l.c., τεττίγων Ar.Nu.984, ἔχθρας D.25.32, ἰλύος Epict.Gnom.1, μανίης Man.4.82, ἡδονῆς Phld.Rh.2.266, cf. Piet.74.15, κηλίδων Ph.1.662, φθορᾶς Ph.1.578, βοσκημάτων I.BI 7.246, cf. Eun.VS 454, πολιτικῆς ... φρονήσεως Syrian.in Hermog.1.96.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάμεστος, -ον και -ος, -η, -ον)
πλήρης, γεμάτος
νεοελλ.
(και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μεστός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω
νεοελλ.
αναμεστώνω].